Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

ΕΓΩ



Έχω δύο καρδιές:
μία στο ένα χέρι μία στο άλλο χέρι.
Ως εκ τούτου αγαπώ πώς αλλιώς με τα χέρια.
Στο στήθος
(στη θέση της καρδιάς) έχω ένα γραμμόφωνο.

Ένας κοινός θνητός είμαι κι’ εγώ όπως όλοι
( Τί με κυττάς έτσι περίεργα; )

Αν βάλεις στο στήθος μου τ’ αφτί σου
θ’ ακούσεις μουσική:
Κατά πάσα πιθανότητα τσιγγάνικα βιολιά, που μ’ αρέσουν πολύ.










Μούζικα: Boross Lajos & Csík Sándor, e-moll románc




Στο Τσαφ



1


Έρχεται λοιπόν ένας τύπος, κάθεται στο τραπέζι μας. Σε πέντε λεπτά έχουμε κιόλας πιαστεί στα χέρια, φεύγει το τραπέζι στον αέρα, κάτω τα ούζα. Κι’ όλα αυτά, φυσικά, περί Κάλβου ή Σολωμού.
Αν μας έβλεπε – ακόμα ζούσε – ο Γκόρπας με το φάλτσο του μάτι πολύ θα το φχαριστιόταν.
Μας χώρισε ο Γιάννης ο σιτουασιονιστής: 
 Θέλει κανείς να πηδηχτεί με την Αννούλα μου; εγώ θα κάτσω ήσυχα στην άκρη να κυττάω.




(φωτο:) Γιώργος Νικολαΐδης, Στο Τσαφ, 1985, πιθανότατα την ίδια εκείνη ήσυχη μέρα του συμβάντος.




2

Ο Πρίγκηψ Διαλυνάς,
ο Γιώργος ο Αναρχομόνος –
διαβάζοντας Νίτσε ή Σκαρίμπα, ποιος ξέρει, στο Τσαφ, λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του, ή μπορεί και στου Ρούσσου όμως.




(Την φωτογραφία του Γιώργου μου την έστειλε η αδελφή του, η Μαρία και την ευχαριστώ).



Αυτό είναι ένα ποίημά μου νεανικό, γραμμένο την επαύριο της αυτοκτονίας του Διαλυνά, το 84 νομίζω, στο διάστημα ανάμεσα κηδεία και σαράντα. 

(Υπάρχει και μια μεταγενέστερη μορφή μα δεν την βρίσκω, την λογαριάζω για χαμένη...)






(*) Οφείλω, πάντως, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, πως πάντοτε έκλινα προς Κάλβο και όχι προς Σολωμό.




παραρτημα

[ Ο ΝΙΤΣΕ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΑΝΟΥΣΑ ]


Αυτή την ώρα ο Νίτσε διαβάζει Λούκυ Λουκ, του αρέσει πολύ. 
Εάν βρούμε το κουράγιο να χορέψουμε με τη σκιά μας και να την καλέσουμε στο σπίτι μας για ένα ποτάκι, όπως έκανε ο Ζαρατούστρα, τότε θα γίνουμε υπεράνθρωποι. 
(Ο Νίτσε διάβαζε τη λέξη άνθρωπος με μία από τις αρχαιοελληνικές σημασίες της:ο υπεράνθρωπος δεν είναι superman, είναι υπέρ-άνθρωπος, είναι υπέρ-δούλος, είναι ελεύθερος).


Αθανάσιος Δρατζίδης           




Λαμβάνω την ελευθερία, κατά μια ωραία και προσφιλή έκφραση του Σάββα, να αφιερώσω αυτό το σημείωμα του φίλου Δράτζι:

- στην μνήμη του Γιώργου Διαλυνά, του "αναρχομόνου", που τονε θάψαμε με τον Ζαρατούστρα αγκαλιά
- και στην Μαρία, την αδελφή του, με το τρανταχτό γέλιο
















Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Η ξύστρα




Θυμάσαι; Παλιά στα περιοδικά, κάτι καρδούλες που τις ξύναμε και βγάζαν ένα άρωμα ωραίο;


Αναρωτιέμαι:
Πώς άραγε μυρίζουμε εμείς, όταν μας ξύνουν;
(Όταν μας ξύνουν οι άλλοι δηλ., όχι όταν ξυνόμαστε μονάχοι…)




" Έ κ σ τ α σ η "
(Τη φωτογραφία μας την έστειλε ο Άκης Λαδικός από την Ζάκυνθο και μερσιμποκουντάν!)



" Φ ρ ε ς   α π ή λ "  
και  
" Μ ύ σ τ ε ρ υ "
(φωτογραφίες από την ηλεκτρονική σελίδα του Cosmopolitan)






Ο ναυαγός





Επάλευε λέει, ώρες ατέλειωτες με τα κύματα τ’ άγρια… με τους κυκλώνες, τους ρούφουλες… με τους κακούς τους καιρούς…
Με τον κακό του πάλευε τον καιρό.
Αυτό ήταν το τέλος του.
Το καράβι βούλιαξε. Όλοι οι σύντροφοι πνίγηκαν. Απέμεινε μόνος αυτός, ο μούτσος μας, περιμένοντας τη σειρά του.

Λοιπόν, ήπιε. Ήπιε πολύ. Ένα κασόνι ήπιε μπακάρντι – έτσι! μεθυσμένος να πάει, να μη καταλάβει… Αποκοιμήθηκε –ξερός– μέσ’ στ’ αδειανό κασόνι… Ψαράδες τόνε περιμάζεψαν.
Γέλια κοριτσιών κι’ άλλα γέλια τον ξύπνησαν.

– Όνειρο; –
Σ’ ένα νησί εξωτικό βρίσκονταν τώρα, παραδείσιο…
ΓΚΙΛΙ-ΠΟΥΛΙ το έλεγαν, παναπεί δηλ. ήσυχο, σιγανό τραγούδι – παράξενο όνομα μαθές για νησί.
Το κορίτσι Ζαούμι, μα την κρέναν όλοι Κοκό.
(Αυτή, η Κοκό τον ανάλαβε…)
Ο ναυαγός μας συνήρθε γρήγορα, ανάρρωσε παναπεί· μόν’ το χέρι του λίγο πόναγε, τόχε σπάσει και δεμένο το βάσταγε μπρος του – το καταφχαριστιότανε… Άμποτε να ποτές του μην ύγιαινε! Μόν’ να τον πόναγε (λίγο) και τις φροντίδες ν’ απολάμβανε της νεαράς του θεραπαινίδος…
Αχάραγα σηκωνότανε και περίμενε πότε, το κορίτσι θα ξύπναγε να τόνε πάρει να γυρίσουνε το νησί. Κάθε μέρα τα ίδια: Γλυκειά τον έπιανε μια ταραχή, μια φουρτούνα αλλιώτικη πες, όντας την έγλεπε να προβάλλει στην πόρτα της αχυροκαλύβας του. Λυγιστή-κουνιστή – είναι αλήθεια πως λίγο κούτσαινε – με τα μακρυά της μαλλιά πάντοτε καλοχτενισμένα και στολισμένη με λούλουδα και ευωδιές χαρμόσυνες τούρχονταν· τον αρώταγε (στη γλώσσα της / του νησιού) αν η νύχτα του χάρισε ύπνο καλό κι’ όνειρα – αν – γλυκά.
– Κόκο ίρατ, παλούπου, παλάλου?
Δεν καταλάβαινε αυτός. Τ’ απολάμβανε… Της έκαμε ναι, ναίσκε κι’ ωωωωχ! κατόπι. Το χέρι! Πόναγε, τάχα μου, και καλά.
Το κορίτσι χαμογελούσε και το χαμογέλιο της σκέτο μπάλσαμο, ρε.

Όλο παράξενα πράγματα ζούσε στον ύπνο του. Παράξενα πράγματα και στο ξύπνιο του ονειρεύονταν. Δεν ήταν βέβαιος καν αν ζει, αν στ’ αλήθεια επέζησε από το τρομερό ναυάγιο, ή πέθανε και στον παράδεισο βρίσκεται των θαλασσινών…
Δεν ήξερε, όχι, ούτε και που τον έγνοιαζε…
Άφινε το κορίτσι να τον πααίνει. Μπρος η Κοκό, αυτός από πίσω.
Τα δέντρα του έδειχνε – καουλί κοπάτς, του τα ξηγούσε.
Αυτός επαναλάβαινε:
– «Καβλί κοπάτς».
Γέλαγε το κορίτσι με το προφέρειν του. Τον διόρθωνε.
– Νι καβλί: καουλί, μεντούϊ βαβ! (με δύο «βου» δηλ., τα οποία προφέρονται «ου»).
Ύστερα, τα πουλάκια, τσιρ ιτρά. Το τρεχούμενο νερό, ρενό παΐ. Η γη, τσατσές. Ο ουρανός, σουνό. Η θάλασσα, τραντάς τεχάρα.
Ο θεός, σάμαλ’ ί.
Η γυναίκα, τσιριμπίμ.
Ο άντρας, τσιριμπόμ.

Η γλώσσα της εδέμ!
Ο μύθος των πρωτοπλάστων.
(Με τη μόνη διαφορά ότι, κατά την άγραφη Κοσμογονία των άγριων αυτών, αντίς απ’ το πλευρό του άντρα να επλάστη η γυναίκα – ο μεν άντρας επλάστη απ’ το κουτσό της ποδάρι, η δε γυναίκα απ’ τα όνειρά του…)

Στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι έσμιγε η Κοκό με τ’ άλλα κορίτσια· τις φιλενάδες της, αδερφάδες, ξαδέλφες.
Κάθονταν ο ναυαγός μας στην αμμουδιά και τις εγλυκομπάνιζε, στα ρηχά πώς τσαλαβουτάνε και πιτσιλιούνται· έτρεχαν έπειτα όλες τους πίσω απ’ τα θάμνα και έπαιζαν ξαναμμένα κάτι δικά τους κοριτσίστικα παιχνίδια με τα σαμιαμίθια που έπιαναν – τα έλεγαν σατάν οέ = σατανάδες…
Τα βράδια, στη φωτιά γύρω-γύρω όλο το χωριό μαζεμένο, μισόγυμνα ή κι’ ολόγυμνα με μόν’ τα γιορντάνια τους από κοχύλια και δόντια καρχαρία, που κροτάλιζαν στους λαιμούς τους, εχόρευαν στο ρυθμό των ταμ-ταμ χορούς της αγάπης.
Οι άντρες τις κύτταγαν φτυχισμένοι φουμέρνοντας κι’ έφτιαχναν με τον καπνό δαχτυλίδια (τα λέγαν πίι-μάτα) – τέχνη στην οποία εξασκήθηκε κι’ ο ναυαγός μας, κερδίζοντας γλήγορα την εκτίμηση και το σεβασμό ολωνώνε…
Τα δαχτυλίδια του, τα πίι-μάτα (= ποιήματα) τα χάρισε όλα στην Κοκό κάποιο βράδυ… Έτσι! τούρθε και της τα χάρισε. Όλοι – οι άγριοι – είδαν τι έκαμε. Αίφνης σίγησαν τα ταμ-ταμ. Χι, χι, χι τα κορίτσια κι’ οι γυναίκες σκουντιόνταν κι’ έδειχναν.
Η Κοκό δεν γέλασε, τα μάτια κατέβασε.
Ένα σαμιαμίθι σκαρφάλωνε στα βυζιά της. Το κορίτσι επήρε το ερπετό μέσ’ στη φούχτα της, το δίνει του ναυαγού μας.
Γυρνά τότες η βασίλισσα των άγριων και «χάπα-φτού» – φτει μια ρουχάλα εξαίσια κι’ όλα τα νυχτολέλουδα του νησιού καμπανίζουν χαρμόσυνα κι’ όλοι οι άγριοι ξεσπάνε σε γέλια κι’ οκτώ πιτσιρικάδες, κατά το έθιμο του νησιού, συνοδεύουν τους ούτως ειπείν νιόπαντρούς μας στην αχυροκαλύβα τους.
Ένα απ’ τα πιτσιρίκια γυρνάει και λέει.
– Χ’ άμα φίλι τσιριμπόμ τσιρίμπιμ πατ-κιουτ πόγκο-μόγκο.
Δηλαδή: «- Όταν ένας άντρας φιλάει μια γυναίκα πέφτουν αγκαλιασμένοι χάμω μαζί και μαζί ονειρεύονται».




Και μια ζωγραφιά του Γιοκούς, του οποίου το όνομα σημαίνει ονειρόχορτο, ένα λουλουδάκι το οποίο φυτρώνει αποκλειστικώς στο Γκιλί-πούλι. Η ζωγραφιά δείχνει εξωτικές καλλονές από το νησί μας που χορεύουν:



Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου, ζωγραφιά
πενάκι, παστέλ και ακρυλικά σε χαρτί Α4 πολυτελείας παρακαλώ












Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Εμείς τα παχύδερμα


1.

Χωρίς, προς Θεού να θέλω να θίξω κανέναν.
Είναι μία μεγάλη μερίδα του κοινού, που το πιστεύει, πως οι ποιητές βρισκόμαστε εδώ για να τσαμπουνάμε χαριτωμένες εξυπνάδες. Οι εξυπνάδες μας είναι η μεγάλη ατραξιόν των ποιητικών εσπερίδων – κι’ είναι γι’ αυτές, που συρρέουν τα πλήθη πατείς με-πατώ σε στις ποιητικές Τετάρτες ιδίως αλλά και τις Δευτέρες, για να μην αναφερθώ καν στις Τρίτες και τις Παρασκευές, πάντ’ αδημονώντας…
Αυτό το έχω τσεκάρει.
Ιδίως οι γιαγιάκες, που είν’ οι πιο φανατικές μας θαυμάστριες (μου, τουλάχιστον) γι’ αυτό και τις αναφέρω ιδιαιτέρως και πιάνουν πάντα τις καλύτερες θέσεις, τις μπροστινές. Αλλά κι’ οι άλλοι, αυτοί στα μεσαία καθίσματα, κι’ η γαλαρία ακόμα, όλοι! – όλοι!
Ούτε να το διανοηθούν ότι οι δόλιοι τα εννοούμε όσα τσαμπουνάμε.
Ότι καμμιάν απολύτως δεν πουλάμε παχυδερμία.
Ότι παχύδερμα είμεθα, τω όντι, ευαίσθητοι μεν κι’ ευφυείς οπωσδήποτε, όπως άλλωστε επισημαίνουν όλες οι καλές εγκυκλοπαίδειες των ζώων, αλλά εντελώς απλοί, ευθείς, άμεσοι…
(Αναφέρομαι φυσικά αποκλειστικώς και μόνον στους ποιητάς της δικής μου συνομοταξίας, των παχυδέρμων…)
Να «καταπλήξομε το κοινό», συμπαθάτε με, δεν είναι –ποσώς! ντιπ μαθές!– στις ευγενείς μας προθέσεις.
(Απορώ, μάλιστα, πώς, έξυπνοι άνθρωποι που μου είστε, σας πέρασε τέτοι’ ανόητη ιδέα απ’ τον νου, πως άλλη όρεξη δεν είχαμε απ’ το να κάνουμε για χάρη σας νούμερα…)
Απ’ την άλλη, εάν οι αγαθοί αστοί φίλοι των γραμμάτων και των τεχνών επιθυμούν να μνέσκουν ενεοί και μαλάκες, χάσκοντας και χαχανίζοντας, τάχα μου πως νογάνε, γούστο τους και καπέλο τους και δεν μου πέφτει λόγος.
Λέω:
Π ά σ ο !

Οφείλω ωστόσο να διευκρινίσω:
Οι περίφημες «εξυπνάδες» μας δεν εξυπηρετούν παρά βαθείς και ζωτικής σημασίας παχυδερμικούς σκοπούς: ανακοινώνουμε π.χ. στους συντρόφους μας την ανακάλυψη ωραίας βρώσιμης πρασινάδας και καρυδιών, καλούμε το ερωτικό μας ταίρι, απλώς ενίοτε μερακλώνουμε στο μελιχρό φέγγος του δειλινού είτε στέλνουμε τέλος πάντων μια καλησπέρα μας εις Παρισίους και Λόντρες, Δράμα, Κέρκυρα, Αγρίνιο, Λάρισα, Κύπρο, Αυστραλία, Καναδά, Πατήσια, Σεπόλια, Κυψέλη κ.ο.κ.
Ναι.
Μάλιστα.
Ανυπερθέτως.
Έτσι.
Αυτά είχα να πω.

ΥΓ. Αν –αν– με διαβάζει ο κ. Υπουργός των οικονομικών, υπουργέ, τί λες να με δάνειζες αν μπορείς κανά ψιλό;



2.


Εντάξει! Είμεθα τω όντι ευφυείς, και πλακατζήδες είμεθα, παχύδερμα μεν αλλά ευαίσθητοι κάργα, μας αρέσουν οι πρασινάδες, τα καρύδια, τα παιδιά, όπως και τα βιολιά, έχουμε ανεπτυγμένο το συναίσθημα της αλληλεγγύης, της φροντίδας στον ανίσχυρο, η μνήμη μας είναι παροιμιώδης καθώς και το δυνατό κροσέ μας, μολονότι γενικώς είμεθα ήσυχοι τύποι και τις φασαρίες τις αποφεύγομε –
έτσι;
Και κομψοί είμεθα, παρότι ατσούμπαλοι, στις ποιητικές βραδυές εμφανιζόμεθα μ’ έν’ ανθάκι στο πέτο, πάντοτε, εν ανάγκη ραπανάκι.
Βαστάμε κι’ απ’ τον Arthur Cravan, άμα λάχει.
Πρακτικά αδυνατούμε ν’ αποδείξουμε πως δεν είμαστε ελέφαντας.
Αλλά και γιατί να τ’ αποδείξουμε;

ΥΓ. Επ’ ευκαιρία, κύριε Υπουργέ, δεν σε βλέπω και πολύ πρόθυμο για κείνο το δάνειο που σου γυρέψαμε ανωτέρω. Μη σου βρίσκεται τουλάχιστον κάνα τσιγαράκι;







Σημειωτέον: Το πρώτο εκ των δύο αυτών τούτων μανιφέστων πρωτοδημοσιεύτηκε στο καλό 
πολύ καλό περιοδικό "Φαρφουλάς"

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Θεόδωρος ο γκαν-γκαν







                 Άραξε.
                 Τσιγαράκι;
                 Στο ντιβάνι, με τα παπούτσια
                 με το σακκάκι.
                 Ω, τί ωραίο ταβάνι!
                 50 χρονών, σ’ ένα δωμάτιο
                 εντελώς φοιτητικό
                 (φοιτητού της δεκ. ’60).
                 Δεν πας καλά.
                 Άρα:
                 Καλά πας.





        

        

Μεταξουργείο 2012           





Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

ΤΡΑΙΝΑ / ΣΤΑΘΜΟΙ



Στη Χαρά και τον Τέο

Σπάνια βλέπω στον ύπνο μου όνειρα. Λέγεται πως οι τρελλοί δεν βλέπουν καθόλου όνειρα.
Μ’ αποζημιώνει όμως το ξύπνιο γενναιόδωρα...

Είμαι στο τραίνο. Γύρω στα είκοσι, μικρότερος μάλλον. Στο βαγόνι, στο διάδρομο, εγώ κι’ ένα ασκέρι Τσιγγάνοι, που επιστρέφουν στην Γιουγκοσλαβία από δουλειές στην Ιταλία. Εγώ επίσης γυρνάω από Ιταλία. Μπες κατέ, μου κάνει ο Μεγάλος. Κάθομαι μαζί τους. Στο σακκίδιό μου έχω δυο φιάλες κρασί και μια γκράπα. Τα κοπανάμε. Γελάμε. Σε τί γλώσσα άραγε μιλάγαμε; Έχω ψιλοζαλιστεί. Μια νεαρή Τσιγγάνα έχει κολλήσει τα γόνατά της στα γόνατά μου. Νόστιμη. Κάτι παίζεται. Σκέφτομαι εδώ τώρα θα γίνει μακελειό. Μου λέει πως την λένε Μιάρκα, έτσι, όπως την γιαγιά της, γιαγιά της ήταν η ηρωΐδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ζαν Ρισπέν. Είμαι τύφλα και την πιστεύω. Με διαβεβαιώνει άλλωστε κι’ ο Μεγάλος πως η μικρή λέει αλήθεια, δεν με κοροϊδεύει. Κλαίω – ίσως πρώτη μου φορά από ευτυχία.
Παναπεί: είμαι άντρας πλέον!
(Από πόνο και δυστυχία κλαιν τα παιδιά, οι άντρες κλαιν από ευτυχία και ομορφιά...)

Το τραίνο διασχίζει κάτι λιβάδια καταπράσινα.
Άγρια άλογα παραβγαίνουνε το τραίνο στη πηλάλα...

Σημειωτέον: Στο ίδιο βαγόνι, στα κουπέ, κυριλέ, ταξιδεύουν δυο πουτάνες εξαίσιες, φελινικές εντελώς, λίγο γριές μα αξιαγάπητες, πίπα, καπελαδούρα κ.τ.λ.
Στην Λιουμπλιάνα, προβλήματα. Γίνεται έλεγχος. Μπουκάρουν οι μπάτσοι στο τραίνο, ξεβιδώνουν την οροφή του βαγονιού. Βρίσκουν λαθραία τσιγάρα. Μας κατεβάζουνε κάτω. Δεν έχω βίζα, ούτε λεφτά, ούτε είμαι σε θέση να συνεννοηθώ μαζί τους. Μπορεί και να με περνάν για Τσιγγάνο. Νιέμα προμπλέμα. Ξεμένω στην Λιουμπλιάνα. Με φροντίζουν κάτι ευγενικές δεσποινίδες που κάνουν πιάτσα στον σταθμό των τραίνων υπό τα στραβά μάτια των μπάτσων της Λ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας. Αυτές μεσολαβούν ώστε να τηλεφωνήσω στους δικούς μου στη πατρίδα να στείλουν χρήματα για να μπορέσω να φύγω. Μόλις καταλαβαίνουν πως είμαι και νηστικός 3 μέρες σπεύδουν και μου φέρνουν μια ωραία κονσέρβα γίγαντες με λουκάνικο.
Ακόμα και σήμερα αν με ρωτήσετε ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό θα σας πω γίγαντες με λουκάνικο, κονσέρβα.

Αναρωτιέμαι – ποια να ήταν η τύχη των τσιγγάνων συνταξιδιωτών; Της μικρής μου Μιάρκα;
(Να θυμηθώ να ρωτήσω τον Κουστουρίτσα άμα τον πετύχω σε κανένα γκαλά...)

Πίσω στην Αθήνα, αδειάζοντας το σακκίδιο:
2 αφίσσες του αναρχικού ζωγράφου και χαράκτη Flavio Constantini
μια πουκαμίσα
ένα τεφτέρι με στίχους
3 σχεδιάκια της Πασκάλ, μιας Γαλλιδούλας λατερνατζούς την οποία γνώρισα στην Φλωρεντία (ένα απ’ τα σχέδια αυτά το χρησιμοποίησα ως εξώφυλλο της πρώτης μου ποιητικής συλλογής)
ένα παντελόνι μπλου-τζην, που δεν μου χωράει, μικρό, μάλλον γυναικείο, άγνωστο πώς βρίσκεται στο σακκίδιό μου
μερικά βινύλια:
2 δίσκοι των Area
το διπλό "The great white wonder" bootleg του Ντύλαν
Enzo Jannacci ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Dario Fo
Yves Montand ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Jacques Prevert
Κουβάλαγα κι’ ένα φύλλο της Lotta Continua, το οποίο όμως μου κατασχέσανε οι μπάτσοι στην Λιουμπλιάνα... Μου δείχνανε τις φωτογραφίες με τα σφυροδρέπανα και κάτι μου λέγαν, αλλά πού να καταλάβω, πώς να συνεννοηθείς με μπάτσους – ακόμα και τους μπάτσους δηλ. μιας Λαϊκής Δημοκρατίας...

Για να το κλείνω:
Ο Κουστουρίτσα έχει δίκιο, η ζωή είναι ένα όνειρο!




Ο σταθμός της Λιουμπλιάνα γύρω στα 2010,
ελάχιστα διαφορετικός από το ΄81.
(Συγκινήθηκα, κάνω όρεξη για γίγαντες κονσέρβα)

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΚΙ' Ο ΔΥΝΑΤΟΣ


(δύο ποιήματα)



μου επιτρεπετε, δεσποινις;


Λίγο να γύρω πάνω σας.
Στα λαιμουδάκια σας να ξαπλωθώ.
Ακούστε!
Ακούτε; – Άγγελοι μελαψοί
βαράνε τα κλαπατσίμπαλά τους για τα μένα.
Ως τοπίο, είστε τοπίο ανοιξιάτικο με μαργαρίτες.
Ως θάνατος, είστε – αχ! – τί γλυκός που είστε θάνατος
από μαχαίρι μπαμπέσικο, φυσικά, σε τοπίο με μαργαρίτες.



καλε, τι δυνατος που ειμαι. . .


Με το ’να χέρι μου σηκώνω ολάκερο βουνό
(μαζί με το εκκλησάκι στην κορφή).
Η κλωτσιά μου σωριάζει μέγαρα χρηματιστήρια πύργους.
Το φύσημα της μύτης μου γνωστό κι’ ως τα κανόνια του Αβρόρα
τη γη φέρνει τα πάνω κάτω.

Μα όχι, τρελλό κορίτσι, αυτό δεν το μπορώ δεν γίνεται αδύνατον:
να μη σε αγαπάω!





    
                    

Μαρκ Σαγκάλ, Το δωράκι
λιθογραφία
                                 

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Χα! Χα! Χανκ



Κάτι μάγκες στην Πλατεία μας έχουν χρήσει – δεν ξέρω αν κοροϊδευτικώς ή χαϊδευτικώς, μάλλον χαϊδευτικώς – ο Έλλην Μπουκόφσκι.
Τιμή μας βεβαίως, αλλά θα ήθελα να σημειώσω πως ελάχιστα τον έχουμε διαβάσει τον μπάρμπα, αν και έχουμε αρκετά βιβλία του στην μικρή μας βιβλιοθήκη.
Τί διαβάσαμε, νεότατοι, και όντως μας σημάδεψαν αι γραφαί του:
Σημειώσεις ενός πορνόγερου
Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλλας
Εκλογή, τα ποιήματα που μετάφρασε ο Τραϊανός
Αυτά.

Αμφότερα, σημειωτέον, και τα τρία γραμμένα σε πολυτονικό! Μας παραξενεύει θα έλεγα μάλιστα που φυλλομετράμε πότε-πότε κάνα μπάρμπα-Χανκ σε μονοτονικό.
Κι’ επίσης θα έλεγα πως είναι ένας λόγος αυτός που τουλάχιστο στο χαρτί γράφουμε σε πολυτονικό ακόμα.

Ο πληθυντικός είναι της μεγαλοπρεπείας, βεβαίως, σε τα μας αναφερόμεθα.









εκτακτο παραρτημα


Θυμηθήκαμε και τούτο, εκ Δράμας, δεν είναι μόνον η Πλατεία ώστε.
[ Χα, χα, Χανκ! Ρε δικέ μου, τί γράφεις! Αλέξανδρος Αραμπατζής, κυρίες και κύριοι: ]


ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ…

 Ανάμεσα στην μελίρρυτη μπουκοφσκική καπατσοσύνη
στίχων που εφορμούν μελωδικοί μέσα στο υποδόρειο
χαράκωμα της αντιμελωδίας και στην διαβρωτική απολέπιση
των οστών της αστικής φιλαυτίας ο καπετάνιος των
Αλώβητων Παθών και των Μοντέρνων Πόθων Θεόδωρος Μπασιάκος
συναιρεί τον παράδεισό του με την κόλαση των άλλων
και μετατρέπει το κολαστήριο των άλλων σε ένα
σπήλαιο υγιεινής διαμονής χωρίς πρωινό αλλά πάντως με επιδόρπιο.

17.03.2014 Αλέξανδρος Αραμπατζής




(*) Τη φωτογραφία του Χανκ κάπου την ξετρύπωσε ο φίλος μου Χρίστος Αγγελακόπουλος, ποιητής.


Μόργκαν, ο τρελλός εραστής




Λέω για τον Μόργκαν, την ταινία του Κάρελ Ράϊζ (1966). Η υπόθεση, γνωστή πιστεύω σε όλους τους σινεφίλ. Ο Μόργκαν είναι καλλιτέχνης. Έχει εμμονή με τον Καρλ Μαρξ και τον Κινγκ Κονγκ. Η γυναίκα του όμως τον εγκαταλείπει για έναν χαλβά έμπορο τέχνης. Ο Μόργκαν τρελλαίνεται, βάζει μια βόμβα κάτω απ’ το κρεβάτι των εραστών και κάνει έφοδο στο γαμήλιο πάρτυ τους μασκαρεμένος σε γορίλλα. Τα κάνει γης μαδιάμ αλλά παίρνει φωτιά ο πισινός του κι’ όπου φύγει-φύγει. Προηγουμένως βέβαια δεν λησμονεί να επισκεφθεί για προσκύνημα τον τάφο του Μαρξ. Στο τέλος τον κλείνουν στο τρελλάδικο. Ηρεμεί. Ούτε Μαρξ ούτε Κινγκ Κονγκ. Ασχολείται με την κηπουρική: φτιάχνει ένα παρτέρι με ένα τεράστιο λουλουδένιο σφυροδρέπανο.
Η τελική σκηνή – όπως σημειώνει ο Νίκος ο Σταμπάκης – λογοκρίθηκε απ’ την ΕΓΤ του Γεώγιου Γάλλη, του επονομαζόμενου «δεν θέλω ου».
Είχαμε όμως προλάβει να απολαύσουμε την ταινία στα σινεμά – άκρως επιδρρρραστική.
Ο Μάριος Χάκκας έγραψε τουλάχιστον δύο διηγήματα εμπνευσμένα απ’ τον Μόργκαν («Ο φόνος», και «Μπροστά σε έναν τάφο»).
Εγώ δε, βγαίνοντας απ’ το Μετροπόλ, παραπλεύρως στο καλό Α.Τ. Κυψέλης, χαιρέτισα τον φύλακα του τμήματος κινγκ-κονγκοειδώς κι’ εκείνος ευγενέστατος με προσκάλεσε εντός για μια εξακριβωσούλα και για να στολίσω τα κρατητήρια με σκαλιστά σφυροδρέπανα.
Αυτά, γύρω στο ’80. Ωραίοι καιροί!


*
* *
Στα αστυνομικά τμήματα, όπου τραβιόμασταν συχνά-πυκνά νέοι για «εξακρίβωση», ήταν πράγματι πολύ ωραία. Εκεί, στα υπόγεια πάντα έβρισκες παρέα για ξενύχτι.
Μια φορά, μας έφεραν οι δρόμοι στο κτίριο της ΓΑΔΑ, που τότε ακόμα κτιζόταν. Ήμουν με τους Καννίβαλους, την περίφημη ούτως ειπείν ανέμελη φιλολογική συντροφιά του Οικονομικού.* Μεθυσμένοι, τύφλα. Βαλθήκαμε να παρενοχλούμε τον αστυνόμο που φύλαγε το γιαπί, τον δουλεύαμε ψιλό γαζί που λένε. Αυτός προφανώς είχε προλάβει να ειδοποιήσει το πλησίον Α.Τ. Αμπελοκήπων, και σύντομα καταφθάνει ένα περιπολικό. Μαζεύει τους φίλους μας κι’ εξαφανίζεται. Ξαφνικά, αντιλαμβανόμαστε εγώ κι’ ο Στέφανος από το Αγρίνιο ότι μας ξέχασαν εμάς εδωπέρα ν’ αμπελοφιλοσοφούμε με τον μπάτσο περί Χέγκελ και Στόουνς.** Θυμώσαμε. Ξεκινάμε και βουρ, στο τμήμα. Μας καλοδέχονται. Μας πετούν στο μπουντρούμι.
Εκεί βρίσκω ένα παλικάρι, μόνος του αυτός. Πούθε είσαι; Απ’ του Ζωγράφου, μου κάνει. Την Έφη την ξέρεις; Είμαστε μαζί, μου λέει.
Ώστε ήταν ο τύπος που έψαχνα για να αρπαχτούμε μες στο κρύο και στο χιόνι για τα μάτια εκείνης της Έφης. Γίναμε φίλοι. Όταν μας άφισαν, ξημερώματα, τραβήξαμε κατά το Παγκράτι, στο Ελλάς, να γιορτάσουμε τη γνωριμία.
Το Ελλάς πρέπει να είναι το καφενείο στο οποίο αναφέρεται κι’ ο «Ανεπρόκοπος» του Πουλικάκου…
(Μολονότι, λεν κάποιοι, σ’ άλλο καφενείο αναφέρεται κι’ όχι στο “Ελλάς”).


Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς :
(*) Για τους Καννίβαλους, θα επανέλθουμε.
(**) Το όργανο βεβαίως αγνοούσε και τους δύο φιλόσοφους, και τον Χέγκελ και τον… Ρόλλινγκ Στόουνς!




Μουσική: Μουσικές Ταξιαρχίες, Για την Γιορτή της Μητέρας 
    (Καννίβαλοι θα γίνουμε...) από τον Δράκουλα των Εξαρχείων του Ζερβού.




Οι Καννίβαλοι της οδού Μασσαλίας



Θυμάται ο φίλος μου ο Ντίνος:
– Υπήρχε ένα υπόγειο cafe-bar, πιο πολύ μπιστρώ θα το έλεγες, λεγόταν Rue de Marseille στην οδό Μασσαλίας, δυο βήματα απ’ τη Νομική Σχολή… Είμαστε στο 1981, πρώτο έτος στο Οικονομικό κι εκεί ξημεροβραδιάζαμε μια ομάδα νέων που συνεχώς μεγάλωνε. Ψάχνοντας για στέκι στα πέριξ της σχολής –για να ’χουμε το νου μας όταν γίνεται κάτι– κατέβηκαν κάποιοι μια μέρα τα σκαλιά κι’ από τότε για δυο-τρία χρόνια έγινε τόπος συνάντησης. Όποτε και να πέρναγες απ’ το πρωί ως αργά τη νύχτα κάποιος θα ήταν εκεί και θα έπινε: ο Ρόρυ, ο Μπασιάκ (σ.σ. γειαχαραντάν!), ο Σπύρος, ο Φώτης, ο Ηλίας, η ομάδα του Αγρινίου, Γιώργος, Τζίμης, Στέφανος, η Ντομινίκ, η Κλεονίκη, οι αδερφές Νάνσυ και Χριστίνα, η Άντα, το Μαράκι με την Χριστίνα και διάφοροι άλλοι και άλλες που έρχονταν κατά καιρούς και χάνονταν. Ονομαστήκαμε Καννίβαλοι. Μοιραζόμασταν τσιγάρα, αλκοόλ, ποίηση, πολιτικές σκέψεις, πορείες, καταλήψεις, εξετάσεις, φαΐ της επαρχίας, αντιγραφές, συσσιτικά κουπόνια, μέρες και νύχτες. Τότε το μαγαζί έπαιζε κασσέτες, κινητά δεν υπήρχαν, άφιλτρα Sante και Άσσος, στίχοι σε τετράδια στα τραπέζια, κονιάκ πεντάρι Μetaxa και ρεφενέ το περίσσευμα. Η ιστορία κράτησε κανά τριάρι χρόνια, μετά άρχισε το αραίωμα μέχρι που έσβησε. Κάποιοι/-ες έμαθα χάθηκαν για πάντα, άλλοι ζουν στην επαρχία κι άλλοι είναι ανάμεσά μας στην μεγάλη μας πόλη…

Ντίνος Γιαννακογιώργος




Οι Καννίβαλοι – Ο Ρόρυ, η Ντομινίκ, ο Στέφανος, ο Κωστής, του λόγου μου, βότκα, 
Μαγυακόφσκι στο τραπέζι, αφίσες στον τοίχο... φοιτητικό δωμάτιο...


Παρεμπιπτόντως


Αναρωτιέμαι πού έμενα όντας φοιτητής. Η Μαρία πρόσφατα μου είπε πως ο Τζίμης από το Αγρίνιο έμενε δίπλα στο σπίτι μου αλλά εγώ θυμάμαι να περπατάω χιλιόμετρα για να τον επισκεφθώ...


Οι Καννίβαλοι 30 χρόνια μετά, στο ταβερνάκι τρώγοντας...

*

Η Έφη. - Την θυμάται άραγε κανείς; Ήταν μια ξανθιά καλλονή ονόματι Έφη, Ευφημία δηλ., σπουδάστρια στην Θεολογική, που συνέχεια έλεγε κουλ δικέ μου, κι ο Ιησούς ήταν κουλ! Τί να απέγινε; Δεν πιστεύω να την φάγαμε... Δικιά μας ήταν κι αυτή.



Το πατιρντί της Ζαΐμη


Εκείνη τη μέρα, οι Καννίβαλοι είχαμε γευματίσει καλά σ’ ένα εστιατόριο στην Ζαΐμη που δεχόταν κουπόνια φοιτητικά. Είχαμε πιει κιόλας κρασάκι ωραίο. Τραβάγαμε τώρα κατά την Πλατεία. Καθ’ οδόν, ο Γιώργος βγάνει ένα μαρκαδόρο και κάτι γράφει καννιβαλικά σε μια είσοδο κατοικίας. Αίφνης πετάγονται 2-3 μαντράχαλοι απ’ το πουθενά, από ’να κατάστημα.
Φωνές... α, ου. Πιανόμαστε στα χέρια.
Τις φάγαμε μια χαρά.
Ένας μουστάκιας με έχει βάλει κάτω κι’ είναι έτοιμος να μου την ανάψει.
Φασίστα, χουντικέ! του κάνω
Κι’ – ω του θαύματος! – μαζεύεται ο μουστάκιας. Παίρνει ένα ύφος γελοίο, απερίγραπτο.
Τώρα γιατί με λες χουντικό, μου κάνει. Με πληγώνεις! Εγώ είμαι αριστερός, προοδευτικός. Εγώ ΠΑΣΟΚ ψηφίζω!
Παιδιά αφίστε τους, κάνει ο μουστάκιας στους δικούς του και αποσύρονται στο μαγαζί, – το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, νομίζω σχετίζονταν με ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε μια εποχή λέμε τώρα που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές χρησιμοποιούνταν μόνο για τα ταξίδια στο φεγγάρι.
Μείναμε.
Τους κυττάγαμε, τινάζοντας τη σκόνη από πάνω μας...
Μια χαρά! –
Να έχουμε να θυμόμαστε.

Τα γράφω αυτά για να μην σχηματίσετε την λανθασμένη εντύπωση ότι οι Καννίβαλοι μόνο κουταμάρες ξέραμε να κάνουμε και να τραβιόμαστε εν συνεχεία στα αστυνομικά τμήματα για «εξακρίβωση» κ.τ.λ.


Προεκλογική αφίσσα των Καννίβαλων


Κι ένα τραγουδάκι, για την περίσταση, ο Αχιλλέας Πανυπέρης τραγουδά το Μεσιέ Καννιμπάλ. Σκηνή από την περίφημη ταινία Αλδεβαράν του Ανδρέα Θωμόπουλου.