Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Πίσω γορίλλα!



Γιώργος Μακρής, "Και τί με νοιάζει εμένα"





Από πιτσιρικάς θυμάμαι μ’ άρεσε να μιμούμαι διάφορους ήρωές μου κινηματογραφικούς.
Οι αγαπημένες μου ταινίες ήτανε – κι’ ίσως ακόμα είναι – με πίθηκους: Κινγκ-Κονγκ, Μόργκαν ο τρελλός εραστής, Γειά σου πίθηκε!
Όταν πρωτοείδα αυτό το τελευταίο, βγαίνοντας απ’ το σινεμά σταμάτησα στο περίπτερο κι’ αγόρασα μια σφυρίχτρα για να συνεννοούμαι με τους ανθρώπους. Κι’ επίσης κατάργησα την ίδια κιόλας μέρα το σώβρακο, νομίζω δεν ξαναφόρεσα σώβρακο από τότε, όπως κι’ ο Ζεράρ Ντεπαρτιέ στην ταινία – σε μια τουλάχιστον σκηνή της ταινίας.
(Ciao maschio, του Μάρκο Φερρέρι, σπουδαία ταινία, με ωραία νοήματα κ.τ.λ. Δείτε την!)

Μόλις άπλωσα μπουγάδα: ούτε ξέρω κι’ εγώ πόσες κυλότες μα σώβρακο ούτε ένα!

Τώρα άραξα, καπνίζω και σκέφτομαι – τί βλαμμένος που υπήρξα!
Μπράβο μου!





Σημ.: Τώρα βασικά εγώ αυτό το σημείωμα το έγραψα, απλώς, για να μοιραστώ με τους φίλους του Μπασιάκ μερικές από τις φωτογραφίες μου. Ας τις μοιραστούμε λοιπόν.





 





 









ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ!

(ετυμ.) Αγάπη < I-Go-Ape




*

ΜΠΑΣΙΑΚ’N’ROLL

Με τα βιβλία, μουσικώνεται
Με τα τραγούδια, του σηκώνεται.












Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Μεταξουργείο


το μετρο


Στα ρεπό τους
τα «δουλικά»
(βουλγάρες, ρωσσίδες κλπ.)
ανταμώνουνε πάντα
στο ίδιο παγκάκι
σ’ αυτήν εδώ την πλατεΐτσα
καπνίζουνε ασταμάτητα
και τα λένε τα λένε
και καπνίζουνε
και κουνάνε τα
πόδια τους νευρικά –
κι’ αυτό είναι

– αυτό! –

το μέτρο των στίχων μου.


μεταξουργειο


Εδώ η γειτόνισσα βήχει ασταμάτητα.
Είναι Βουλγάρα, γι’ αυτό βήχει.
Πολύ με στενοχωρούν οι άνθρωποι που βήχουν.
Είναι άδικο που βήχουν μόνο οι φτωχοί.
Θα της έκανε καλό πιστεύω ένα τσάι ζεστό.
Ακόμα καλύτερα ένα ταξιδάκι στις Μπαχάμες, ή στις Άλπεις
καλύτερα στις Άλπεις που είναι ξηρό το κλίμα.
Τέλος πάντων:
Ό,τι μας πει ο γιατρός, δεν είμαστε γιατροί εμείς.


*


Σημειώσεις:
Το «Μέτρο» πρέπει να γράφτηκε στην Αμαλιάδα, τότε που ζούσα στην Αμαλιάδα – τις θυμάμαι τις κοπελιές, έχω την εικόνα στα μάτια μου. Το ποίημα συμπεριλήφθηκε σε κάποιο από τα αυτοσχέδια ποιητικά φυλλάδια που βγάζω κατά καιρούς σε ελάχιστα αντίτυπα και μοιράζω σε φίλους. Το είχα σχεδόν ξεχάσει, μα δημοσίευσε ο Σπύρος ο Θεριανός μια παρουσίασή μου στο Φρέαρ, οπού το συμπεριλαμβάνει κι’ αυτό. Συγκινήθηκα.
Το «Μεταξουργείο»: Καλή φάση! Στην μικρή ας την πούμε πολυκατοικία της Θερμοπυλών 65, εκεί εγκαταστάθηκα όταν γύρισα στην Αθήνα μετά το χωρισμό με την Όλγα. Οι συγκάτοικοί μου ήσαν όλοι ξένοι, μετανάστες από Βαλκάνια κυρίως, Πακιστάν κλπ. Και κάποιοι Τσιγγάνοι επίσης, από Θράκη.
(Πριν καμμιά βδομάδα έμαθα ότι ένας απ’ αυτούς, ο Αχμέτ πέθανε – από καρκίνο. Τρία ορφανά άφισε, 40 χρονών λεβέντης… Άει γαμήσου Χάρε! Αφίνεις τους μαλάκες να ζουν και παίρνεις ποιον, τον Αχμέτ…)
Η «γειτόνισσα που βήχει», την λέγαμε όλοι Μαρία αλλ’ αλλιώς την λέγαν, δεν θυμάμαι. Το ξέρω διότι μεσολάβησα για να βγάλει χαρτιά. Αυτή δούλευε στα μπαρ.
Οι άλλοι Βούλγαροι είχαν πιο αξιοπρεπείς δουλειές, οικιακοί/-κές κυρίως βοηθοί, λάντζα σε μαγέρικα, αποκλειστικές…
Ένας άλλος Βούλγαρος, τον λέγαμε Φώτη, είχε κάτι τραβήγματα με την Ελληνική Αστυνομία. Μια μέρα μας λέει ότι φεύγει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Μου άφισε το ντιβάνι του και το στρώμα του, διότι μέχρι εκείνη την στιγμή εγώ κοιμόμουν στα σανίδια – σ’ ένα στρώμα αυτοσχέδιο που είχα φτιάξει με τα χαρτόκουτα με τα οποία μετέφερα τα βιβλία μου από την Αμαλιάδα στην Αθήνα.
Κατά βάσιν βιβλία έφερα τότες μαζί μου, λίγα ρούχα κι’ έναν μικρό καθρέφτη της γιαγιάς μου, τον οποίο τον είχε φέρει κι’ εκείνη με την σειρά της από την Σμύρνη το ’22.
Είχα φέρει πολλά βιβλία, που δεν ήξερα τί να τα κάνω. Τα χάρισα σε φίλους (αρκετά, όχι όλα).
Μια μέρα, μου χτυπάει μια άλλη γειτόνισσα την πόρτα, Βουλγάρα κι’ αυτή, η Αλμπένα. Μου επέστρεψε το 5ευρω που είχα δανείσει στον γυιό της για να πάρει τσιγάρα. Η αλήθεια είναι ότι του είχα ξαναδανείσει, αλλά μάλλον δεν ενημέρωσε την μάνα του ο μάγκας. Μου δίνει λοιπόν η Αλμπένα το 5ευρω και με το βλέμμα της εξετάζει το δωμάτιό μου.
– Ωραία! της κάνω
– Ναι, μου κάνει η Αλμπένα, κύριε Θόδωρα, καιρό ήθελα να σας το πω. Εσείς είστε καλός άνθρωπος, σαν εμάς είστε και σεις μόνο λίγο παράξενος… Πολλά βιβλία! Αν επιτρέπετε, τί τα θέλετε τόσα βιβλία;
Πολύ μ’ άρεσε αυτό που είπε η Αλμπένα, όχι για τα βιβλία, το άλλο.






Φωτο: Την φωτογραφία την αλίευσα από το διαδίκτυο, δείχνει Βουλγάρες που διασκεδάζουν, μεσημέρι Κυριακής σ’ ένα μαγαζί-στέκι τους κάπου στην Αγ. Κωνσταντίνου. 
(Τα δυο από τα τέσσερα εικονιζόμενα πρόσωπα τα θυμάμαι, ερχόντουσαν επίσκεψη σε δικούς τους στην πολυκατοικία μας… Είχα και πρόσκληση, να πάω να διασκεδάσω μαζί τους αλλά δεν πήγα ποτέ…)






Το κείμενο του Σπύρου στο Φρέαρ:
http://frear.gr/?p=22880&fbclid=IwAR2K3TWyGa3ncS07PEoJBYOyY5PlkkhFiGsrsiqaHcp__AK_rNLme6swHrQ 




Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Χτυπάει το κινητό...



Το κινητό χτυπάει και σκιάζομαι. Πισωπατώ. Τί θένε πάλι; Δεν το σηκώνουμε, δεν απαντάμε, κάνουμε το κορόϊδο. Έτσι, όπως σε άλλες εποχές – όχι πιο ευτυχισμένες – κρυβόμασταν στις γωνίες, αλλάζαμε πεζοδρόμιο ή κλειδωνόμασταν στα σπίτια μας άμα εμφανιζότανε περίπολο γερμανικό ή οι εσατζήδες...

Γνωστό νούμερο
Σύρμα!
Είναι οι εισπρακτικές, συντρόφισσα
Φίλα με, να κάνουμε τους ερωτευμένους...
Οι εισπράκτορες δεν πειράζουν τους ερωτευμένους!
...
Περάσανε;
Σωθήκαμε τώρα!

Ωραία ήταν!
(Τί λες... το ξανακάνουμε;)


























ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ


(όπως μου τις αφηγήθηκε ο κυρ-Νίκος, Θεός σχωρέστον)


1.

Μ’ έχει στείλει η μάνα να αγοράσω στάρι. Καθώς επιστρέφω, στις αλάνες του Χαλαντριού, βλέπω μπροστά μου δυο απάχηδες. Ο ένας βαστάει στιλέτο. Αυτό ήταν, τετέλεσται, λέω μέσα μου. Σφίγγω στην αγκαλιά μου το σακί με το στάρι. Οι απάχηδες με ζυγώνουν. Αυτός με το στιλέτο σκίζει το σακί. Τρέχω να σωθώ, τρέχουν κι’ αυτοί ξωπίσω μου προσπαθώντας με ένα τενεκεδάκι να μαζέψουν σπυρί-σπυρί το στάρι που χυνόταν…




2.

Το βράδυ με παίρνει ο ξάδελφός μου ο Νίκος, Νίκος κι’ αυτός, και βγαίνουμε να πετάξουμε φέϊγ-βολάν της ΕΠΟΝ. Μας είχε πάρει είδηση η θεία Ευγενία και βγαίνει στο κατόπι μας μαζεύοντας στον κόρφο της τα φέϊγ-βολάν απ’ το δρόμο, για να μη βρούμε το μπελά μας!




3.

Έχω κατέβει στην Αθήνα, στο κέντρο. Στην άκρη του δρόμου ένας κοιμάται. Περνάνε κάτι Ιταλοί. Ένας από δαύτους τον σκουντά με το πόδι. Δεν σαλεύει ο κοιμισμένος. Ο Ιταλός αρπάει μια πέτρα, τη βάνει προσκεφάλι στον νεκρό.




Τραγούδι: Βρες αν μπορείς - Βασίλης Διαμαντόπουλος, Θανάσης Βέγγος
(από την ταινία Ψηλά τα χέρια Χίτλερ).




Παράρτημα


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τί γυρεύει το κορίτσι 
στο σκοτάδι της καρέκλας; 
γρήγορα 
καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο 
γδύνεται 
με σύννεφα μπροστά στα μάτια 
με τη βροχή μέσ᾿ στο κεφάλι 
με τη βελόνα στην καρδιὰ 
βγάζει τις κάλτσες 
βγάζει τα λουλούδια 
πετάει το φωτοστέφανο 

έξω τα φύλλα του καιρού 
βάφονται μέσ᾿ στο αίμα.

                               Μίλτος Σαχτούρης











Στις φωτογραφίες: Νεαρές ελληνίδες - και μια ταλιάνα - στην αγκαλιά γερμανών ναζήδων...

Σημείωση: Σήμερα ευτυχώς δεν έχουμε τους ναζί απάνω απ’ το κεφάλι μας αλλά έχουμε τους τραπεζί.






Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Όχι, ναι κι’ ολέ!


Στον Βασίλη τον  Νικολαΐδη αφιερωμένο

Πάντοτε, στις εθνικές μας επετείους, ήδη από τις παραμονές κιόλας μάλιστα, εγώ σκέφτομαι κάμαρες ερωτικές, φτωχικές κατά προτίμησιν είτε ξενοδοχείων δίχως πολλές-πολλές ανέσεις.
Εραστές σκέφτομαι, οπού πηδιούνται.
Σκέφτομαι τον Παύλο Πικασσό και τον Ανδρέα Εμπειρίκο –
Τον «Εορτασμό» αυτού του τελευταίου
Σε βορεινόν δωμάτιον ξενοδοχείου / οι ερασταί παρομοιάζουν τα τελούμενα / με τόμον χονδρόν της ιστορίας… κλπ. κλπ.»)

Αυτά σκέφτομαι, πράγματι!
Και σκεφτόμενος, μ’ ανοίγει κι’ η όρεξη…




Ζωγραφιές και σχέδια: διάφορα του Picasso, από την εποχή της Μονμάρτρης.







 








Επί τη ευκαιρία
(«Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας...»)

Διαβάζω τις αναμνήσεις της Φερνάντ, για την ζωή της με τον Πικάσσο στο θρυλικό Μπατώ Λαβουάρ. Πεινάγαμε λέει. Είχαμε λέει και μια γάτα. Η γάτα ξάφνου εμφανίστηκε στο παραθύρι μας σέρνοντας μιαν αρμαθιά λουκάνικα. Ποιος ξέρει από ποιον αλλαντοπώλη τα είχε βουτήξει η κατεργάρα; Εκείνο το βράδυ λέει, που λέτε, οι τρεις μας τη κάναμε ταράτσα λέει. – Ολέ!




Στη φωτό: Ο Picasso στο Μπατώ Λαβουάρ με τη γάτα, Μινού την λέγαν.






Ε, ας πούμε κι ένα τραγούδι: Βασίλης Νικολαΐδης, Δωμάτιο χρωματιστό...








Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ


Στον Γιώργο Κεντρωτή

1.


Ένα όνειρο τέλεψε
Άλλο όνειρο τώρα αρχινάει.

Αντίο
(να μας γράφετε)
του χτες γραφειοκράτες.

Χαίρετε
(άντε χέστε με)
του σήμερα σπεκουλαδόροι.

Γειά σου κι’ εσένα
κότσυφα τραγουδιστή
Αλήτη των χτεσινών ονείρων μου / και των σημερινών.

26/12/2002
( 11η επέτειος της υποστολής της σοβιετικής σημαίας )



2.

ΚΑΚΒΙΜΑΡΤΖΟΣ *

Αν είναι δυνατόν
Εγώ
ο ποιητής
να τα πίνω απόψε μαζί μ’ έναν
μπάτσο
(!)
(πρώην,
στην Ε.Σ.Σ.Δ.)
γερτοί ο ένας στο νώμο τ’ άλλου
τους παλιούς καλούς καιρούς και να κλαίμε
(μπαλαλάϊκες... πού ’ν’ τες, φέρτε μας μπαλαλάϊκες!)
τότες που

– ο λόγος στον φίλο μου: –

Κάτι χούλιγκαν σαν εσέ,
αδελφέ, ευχαρίστως τους έστελνα στη Σιβηρία διακοπές.


(*) Κακβιμάρτζος: εις υγείαν, στα Γεωργιανά.



3.

ΓΙΟ-ΓΙΟ BLUES

Ένας σακάτης απ’ το Σαράγιεβο
την αγάπη σας ψωμοζητάει στο μετρό.

Και μια πεταλουδίτσα της νύχτας
το κορμί της πουλά για ’να χαρτάκι, να γίνει.

Κι’ ένας βλαμμένος ξεδοντιάρης ευτυχής
βολτάρει παίζοντας το γιο-γιό του
– γιο-γιο-γιο... κ.τ.λ. –

Κι’ αυτοί οι δυο Κύριοι
με τα φουλάρια και την ανετίλα
τσακίζουνε την μπριτζόλα τους παρλάροντας
περί της  α ξ ί α ς  των στίχων μου
Αχού και δε με νοιάζει ποσώς τί λεν
δεν με νοιάζει...

Μ’ αηδιάζουν!

Προτιμώ να κυττάζω τον βλαμμένο στον δρόμο
με το γιο-γιό
– γιο-γιο-γιο... κλπ. κλπ. –



4.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ...

Μια ψιλή βροχή ήταν μόνο
κι’ άκου!
τί χαρούμενα τα πουλάκια –
λες και τέλεψε κάνας πόλεμος
λες και δεν έχει πια μπόρες άλλες για τη φτώχεια η ζωή.



5.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΩΛΑΔΙΚΩΝ

«Όλες τις πόρτες ξέρω των μελιχρών ναών
Μ’ ευλάβεια μπαίνω και πράττω τα κανονισμένα
Την Ωραία Κυρία εκεί προσμένω… κλπ. κλπ.»
                                                               ( Αλ. Μπλοκ )

Για δυο-τρία ποτιράκια που την κεράσαμε
– χαλάλι της! –
χτες βράδυ, στο μπαρ με τις ρωσσίδες
η  Ω ρ α ί α  Κ υ ρ ί α
μας απήγγειλε / στα ρώσσικα, από στήθους
στίχους
του Πούσκιν
και
του Μπλοκ
και
της Τσβετάγιεβα / η αγκαπιμιένιμιι μυ πιίτρια! μας λέει…

Εγώ (καιρό είχα να βρεθώ σε μια πραγματική ποιητική βραδυά)
Δεν το κρύβω, συγκινήθηκα.

5.V.1997



6.

ΟΧΙ

« Ό χ ι ! »
( Blaise Cendrars )

Όχι! Και πάλι όχι!
Δεν έχω ούτε και θέλω μαζί σας πάρε-δώσε.
Στην πίττα των μεγάλων έργων σας μερτικό, μερσί, να λείπει.

Απ’ έξω, κάλλιο
με το σκυλολόϊ των πληβείων
να χάβω μύγες και να κάνω χάζι τις λακκούβες
στα σκαμμένα σταυροδρόμια –
οπού συχνά-πυκνά τσακίζουνε τ’ αμάξια τους κι’ ενίοτε τα μούτρα τους
οι μεθυσμένοι μας
και φυσικά οι τουρίστες, που διαβαίνουν με ύφος νέων αποικιοκρατών.



7.

ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ

Οι μπουλντόζες είναι κάποτε κι’ αυτές άρματα μάχης.
Οι εργολάβοι, γεράκια της λεγόμενης ανοικοδόμησης.
Εδώ ήταν χτες μια γειτονιά γραφική
Σήμερα, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης από μπετόν
συγκρότημα πολυτελών κατοικιών το λένε.
Άγγελοι εκτοπισμένοι στοιβάζονται εδωπέρα...
Τα Ι.Χ. τους είναι καροτσάκια αναπηρικά.



8.

Η ΜΠΟΡΑ

Ρίχνει καρεκλοπόδαρα ο ουρανός.

Στράφτει
Μπουμπουνίζει
Χαλασμός Κυρίου.

Το τσαρδί μας στάζει
Φέρ’ τη λεκάνη.

Μεθυσμένος ο γείτονας
στην βροχή, έξω,
τσίτσιδος
φοράει μόνο το σώβρακό του
(η κυρά του ξωπίσω του
πασκίζει μάταια να τον συμμαζέψει)
τώρα βγάζοντας και το σώβρακο
βροντοτραγουδάει με την αγριοφωνάρα του:

«- Εμπρός της γης οι κολασμένοι...»

Ο σκύλος μας στο ντιβάνι αποκάτω
κρυμμένος –
θαρρεί πως αυτή ’ναι η συντέλεια του κόσμου.



9.

ΝΤΑΣΒΙΝΤΑΝΙΑ

Όλη η Ιλιάς μαζί κι’ η Οδύσσεια του 20ού αιώνα, σ’ αυτά τα λόγια του Σβέϊκ:
«- Άμα ποτέ τελέψει το νταβαντούρι, αδελφέ, έλα να με δεις. Θα με βρεις κάθε βράδυ μετά τις έξι στην ταβέρνα “Ου Καλίχα” στο Μπογίστιε...»



10.

ΟΥΡΑΝΟΣ

«Δώστε μας πίσω τον ουρανό!»
( Γκέο Μίλεφ )

Την πατρίδα μας
στον ουρανό
να χτίσουμε απ’ την αρχή
σπίτια κήπους χωράφια
να καλλιεργούμε
το στάρι το σταφύλι τα γράμματα

ξανά
κι’ ένα εργοστάσιο να δουλεύουμε
να παράγουμε χιόνι μαδώντας τις χήνες

ξανά
και τη δημοσιά να έρχονται
τα τσίρκα να μας ξετρελλαίνουνε
να φεύγουν να φεύγουμε
μαζί τους κι’ εμείς
(οι καλύτεροι από εμάς)
γι’ άλλους
πέρα ουρανούς.



11.

Η ΚΡΙΣΗ

                                                      στον Σάββα Μιχαήλ

Ό,τι κι’ αν λέμε
Ό,τι κι’ αν κάνουμε
ένας νέος Οκτώβρης
ήτανε / είναι / θα είναι
     πάντα μπροστά μας.

Κι’ ό,τι λέμε ή κάνουμε
θα μας / θα το
     κρίνει ο Οκτώβρης.







Σημείωση:
Τα ποιήματα αυτά, και μερικά άλλα ίσως ακόμα, πρωτοκυκλοφόρησαν σαν ένα χειροποίητο φυλλάδιο ποίησης, σε ελάχιστα φωτοτυπημένα αντίτυπα, εκτός εμπορίου, το 2007 ή 2008. Δυστυχώς δεν έχουμε κρατήσει αντίτυπο για το αρχείο μας...

















Βίντεο: Η υποστολή της σοβιετικής σημαίας, 26 Δεκεμβρίου 1991