Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Ο Παπαμπασιάκ και οι τόνοι




Βλέπω ν’ αναθερμαίνεται και πάλι –κατά καιρούς– μια συζήτηση γύρω από τους τόνους και την περιβόητη μεταρρύθμιση του ’82. Ενδιαφέροντα τα επιχειρήματα κι’ απ’ τις δυο πλευρές, τα παρακολουθώ.
Στο χώρο μας, των ούτως ειπείν καλών γραμμάτων, το μονοτονικό φαίνεται πως έχει ακόμα πολλούς αντιπάλους. Οι περισσότεροι εκδότες, ιδίως αυτοί που το παίζουν σοβαροί, που είναι τέλος πάντων σοβαροί και μιας κάποιας ηλικίας, ωριμότητος και εκτοπίσματος, το απορρίπτουν μετά βδελυγμίας.
Οι ποιητές, παρομοίως.
Απ’ ό,τι γνωρίζω, ελάχιστοι απ’ τους παλιούς, ίσως μόνον ο Καρούζος χαιρέτισε κι’ υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή το μονοτονικό.
Δεν θα μπω εγώ τώρα στη σκοπιμότητα και τις διάφορες ποικίλες παραμέτρους της μεταρρύθμισης. Η γλώσσα άλλωστε είναι κάτι παραπάνω απ’ την μια ή την άλλη ορθογραφία και τους κανόνες.
Κατ’ εμέ: ας γράφει καθείς όπως του γουστάρει. Κι’ ας ντύνεται επίσης όπως του γουστάρει και βολεύεται. Το γραπτό είναι τρόπον τινά το ένδυμα του πνεύματος. Προφανές ότι δεν γίνεται να ντυνόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Εγώ π.χ. δεν μπορώ να φορέσω γραβάτα και κοστούμι, εκτός κι’ αν είναι φθαρμένο.
Θυμάμαι τον Βαν Γκογκ: Οι τρόποι και το ντύσιμο μιανού πωλητή δεν μου ταιριάζουν, έγραφε στον αδελφό του.
Θυμάμαι και τον Παπαδιαμάντη: Πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας, εις έργα ασχολούμενος ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος κ.τ.λ.
Οι τόνοι μ’ αρέσουν, προσδίδουν κομψότητα, χώρια το κύρος. Η ιστορική μας ορθογραφία, πολύ γκραν κουστουμιά, μά το ναι! Το μονοτονικό το βρίσκω κάπως βιομηχανικό και φτηνό. Απ’ την άλλη, όμως, κι’ αν το πνεύμα είναι ξυλάγγουρο βράστε όρυζα μάγκες.
Έτσι λέω.
Κανένα πρόβλημα δεν έχω εγώ, ούτε με την ιστορική ορθογραφία ούτε με το μονοτονικό. Να με συμπαθάτε, ούτε τα greeklish των νέων μ’ ενοχλούν. Κι’ ο Σολωμός έτσι έγραφε, σε μια προγενέστερη μορφή greeklish. Και με χωρίς καθόλου τόνους, δεκτό κι’ αυτό. Και τον Γιώργη τον Ζάρκο με την απλουστευμένη φωνητική του ορθογραφία άνετα τον διαβάζω και πολύ τον πάω κιόλας.
Τέλος πάντων, από γραφοενδυματολογικής απόψεως εγώ – το ’χω ξαναπεί, στο «Φαρφουλά» θαρρώ – προτιμώ το απλό πολυτονικό, χωρίς βαρείες κλπ., το πολυτονικό της γραφομηχανής. Παραείναι οι βαρείες κυριλέ για μένα.*

Αλλά και με βαρείες, εντάξει, πολύ το διασκεδάζω. Θυμάμαι μια φορά που δημοσίευσε ο Κανελλόπουλος κάτι δικά μου στο Οροπέδιο. Μάλιστα, 3 σελίδες παρακαλώ ο Μπασιάκος, μάλλον άγνωστος τότες, ενώ ο Βλαβιανός μόνο 2 σελίδες κι’ άλλοι από μια σελίδα μόνο κι’ αν. Κάποιοι μάλιστα αναγνώστες διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτό στον διευθυντή του καλού περιοδικού…
– Τ’ είναι τούτος ρε;!
Σα να τους ακούω.
Με κράζανε τα κορόϊδα:
– Άλα της κουστουμιά ο σακάτης!


























(*) Αυτό, παρεμπιπτόντως, για τις βαρείες, σημειώστε το οι διάφοροι επίδοξοι εκδότες των απάντων μου. Πολυτονικό, αλλά σε καμμία περίπτωση βαρείες. Γκέγκε; Κι’ επίσης δεν γουστάρω φιλολογική επιμέλεια, είμαι απολύτως υπεύθυνος για κάθε αράδα μου με τον τρόπο που την γράφω. Υπευθυνότατος, ιδίως για τα λάθη μου. Έτσι γράφω. Ξέρω να γράφω.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου