Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Σηκουάνας








«Τα σκυλιά δεν λογαριάζουν / ο Σηκουάνας πόχει πνίξει...»



Είχα βγάλει το σκύλο μου βόλτα. Στο πάρκο της Φυτευτής που λέμε ή πάρκο Σίφνου, στα Κάτω Πατήσια.
Κουνουριό το έλεγα το σκυλί, μα επικράτησε το Λέγκω όπως το βαφτίσαν οι φίλοι. Υπέροχο σκυλί, συντροφάκι πρώτης, πιστό στις χαρές και τα βάσανα του αρτίστικου βίου. Είκοσι χρόνια ολάκερα έζησε.
Τα χρόνια του νάχουμε!

Λοιπόν, ’90 τόσο. Κάναμε τη βόλτα μας στη γειτονιά και καταλήξαμε στο εν λόγω πάρκο. Απέναντι υπήρχε κάτι σαν εργοστάσιο, βιοτεχνία. Εκεί ήταν κι’ ένα λυκόσκυλο που είχε γεννήσει, είχε 4-5 κουτάβια. Απογευματάκι. Ένα κουτάβι γλιστράει μέσα από τα κάγκελα της περίφραξης και βγαίνει στο δρόμο. Ο οδηγός φρενάρισε μα δεν πρόλαβε. Σκοτώθηκε το κουτάβι.
Βγήκε έξω ο οδηγός έξω απ’ το σαραβαλάκι, τράβαγε τα μαλλιά του.
Κάτι πιτσιρικάδες, γυμνασιόπαιδα αμέσως ρίχτηκαν κατά πάνω του, προπηλακίζοντάς τονε. Βρισιές, δολοφόνε! Αρχίδι!
Μπήκα στη μέση.
Δεν τόθελα, δεν τόθελα! μου κάνει ο άνθρωπος απαρηγόρητος. Πρέπει να το θάψουμε, μου λέει.
Ναι, πρέπει να το θάψουμε, του λέω.
Οι πιτσιρικάδες κύτταζαν.
Τί κυττάτε μωρέ, τους κάνω, πάμε ν’ ανοίξουμε ένα λάκκο εδώ στο πάρκο.
Επιστρέφω σε λίγο, λέει ο οδηγός.
Θες να τη κοπανήσεις ρε πούστη;
Αφίστε τον, κάνω στους πιτσιρικάδες, πάμε να θάψουμε το σκυλάκι.
Ένας έφερε και κάποιο εργαλείο, φτυάρι, τσάπα, δε θυμάμαι. Ανοίξαμε ένα μικρούλη λάκκο.
Ο άνθρωπος επέστρεψε στο μεταξύ, φέρνοντας μία βότκα, για να γίνει σωστά η κηδεία.
Σκεπάσαμε τον λάκκο. Ο άνθρωπος έκαμε το σταυρό του, έσταξε και λίγη βότκα από πάνω. Ας πιούμε, λέει. Δεν θυμάμαι αν ήπιε και κανείς πιτσιρικάς μαζί μας. Εμείς του δώσαμε να καταλάβει. Εκεί, μπροστά στο μνημούρι, μας έλεγε ο άνθρωπος ιστορίες...
Έχω την οικογένεια στη Γεωργία. Έχουμε πόλεμο εκεί. Θέλω να τους φέρω στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν ζουν. Έχω μέρες να μιλήσω μαζί τους. Νά! Τα παιδιά μου, η γυναίκα...
Μας έδειχνε τις φωτογραφίες που έβγαζε απ’ το πορτοφόλι.
Οι πιτσιρικάδες κουράστηκαν ίσως, άρχισαν ν’ αποχωρούν σιγά-σιγά...
(Τώρα που το ξανασκέφτομαι έπρεπε να τους βάλω με το ζόρι να πιουν και να κάτσουν κι’ άλλο μαζί μας...)

Μου είπε πως ήταν μπάτσος παλιά στην Ε.Σ.Σ.Δ. Τον αναφέρω και σε ένα ποίημα παλιότερο.
Κακβιμάρτζος ή κακουϊμαρτζός λεν οι Γεωργιανοί το εις υγείαν.

Χορτάσαμε κλάμα εκείνο το βράδυ. Πολύ κλάμα. Ο άνθρωπος ωστόσο σε μια στιγμή, σ’ ένα τσούγκρισμα, ας ήτανε και πλαστικά της πλάκας τα ποτιράκια μας, μου είπε μια κουβέντα που πολύ με σημάδεψε, πιότερο ίσως απ’ όσα διάβασα ποτέ σε όλα τα βιβλία που διάβασα...
– Είμαστε άντρες εμείς, μου λέει. Δεν κλαίμε. Μόνο το ωραίο μας συγκινεί και κλαίμε πότε-πότε!


Το δέντρο οπού θάψαμε το σκυλάκι τότενες...





(*) Την ιστορία αυτή την αφιερώνω στον Νικόλα τον Μητρογιαννόπουλο, έχω τους λόγους μου. Επίσης στην μνήμη του αγαπημένου μου Στεφάν Καρό, του τρελλού γκατζό.

Βασικά, ήθελα αλλά και δεν ήθελα να γράψω για το προχθεσινό μακελειό – το τελευταίο ναυάγιο στην Μεσόγειο...
Εξ ού κι’ ο άσχετος τίτλος...

(Το μότο είναι βεβαίως στίχος απ’ την Βαρκαρόλα του Ταγιάντ του Λαυρέντη, όπως την μετάφρασε ο Καρυωτάκης).






Βίντεο: 
Tutti frutti, μια σκηνή από το "Γκατζό Ντιλό" του Γκατλίφ.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου