Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΑΝΤΙΓΗ







Είναι η Γη γυρισμένη ανάποδα
Ο ουρανός από κάτω μας, όχι πάνω
Θα γκρεμιζόμασταν στα χάη
το δίχως άλλο
αν δεν υπήρχε η άνωση, μία τροποντινά μορφή
αντιβαρύτητος,
ένας ίλιγγος γλυκός, κάτι σαν έρωτας
που μας βαστάει εδώ πάνω
πάνω στις στέγες
γιατί εδώ ζούμε πάνω κι’ όχι κάτω απ’ τις στέγες…

Κατά τα άλλα:

Ως (μη) γνωστόν προερχόμεθα από τον αντιπίθηκο,
ένα είδος όρθιου πιθήκου
ο οποίος εξελικτικά υιοθέτησε την ξάπλα στάση.

Από τις καμινάδες των εργοστασίων βγαίνουν μουσικές,
όχι μαύροι καπνοί.

Επίσης: 

Εδώ κάνουμε έρωτα, όχι πόλεμο.
Όταν βαριόμαστε, κάνουμε και κάνα μεροκάματο

(χωρίς να το παρακάνουμε ωστόσο).














Η φωτογραφία απάνω είναι από ένα παλιό "Ιδεοδρόμιο", φυσικά.




Μιζούκα: χιλιάνικη ψυχεδέλεια, 1969, οι Aguaturbia











Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Μπουμ!





Το πιο πιθανό είναι
να γεράσω
– αν γεράσω –
σε ένα μικρό κρύο δωματιάκι
Θα ’ρχονται γιορτές κι όλοι θα είναι αλλού
και καλά θα κάνουν
Και θα νιώθουν λίγες τύψεις ίσως
Μα εγώ θα έχω κρυμμένο ένα τσιγάρο τρίφυλλο
να το μπουρλοτιάσω μόλις αλλάξει ο χρόνος
τζάμπα η στεναχώρια τους.

                                    Μαριάνθη






 

Φωτό: ένα γκρεμισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο / και οι δράστες.




Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα!






Πάντα τέτοιες άγιες μέρες εγώ μνημονεύω ληστές τραπεζών.
Μνημονεύω Θεόδωρο Βερνάρδο, τον ληστή με τις γλαδιόλες, και μνημονεύω Θεολόγο Ψαραδέλλη, ωραίο άνθρωπο κι’ ευγενή, με χαμόγελο γλυκύτατο, ο οποίος έλαβε μέρος σε μια ληστεία τράπεζας μαζί με κάτι γνωστούς του, προκειμένου να καταφέρει να επανεκδώσει την «Σοσιαλιστική ή Δημοκρατική Επανάσταση στην Ελλάδα» του Παντελή Πουλιόπουλου.
Μνημονεύω τον «Μπάμια».
Μνημονεύω την Μπόνυ και τον Κλάϊντ.
Μνημονεύω την θρυλική Συμμορία Μπονό...


Έλληνες κομπάρσοι, στα γυρίσματα της ταινίας Η Συμμορία του Μπονό
του Φ. Φουραστιέ, με τους Μπρούνο Κρεμέρ στον ρόλο του Ζυλ Μπονό, τον
Ζακ Μπρελ στον ρόλο του Ρεϋμόντ του "Επιστήμη" κ.ά. καλά παιδιά...



ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΜΠΟΝΟ

Θυμάμαι, ήταν κάτι δικοί μας, Έλληνες, κάτι ανήσυχοι νεολαίοι, χίππηδες, οπού φάγαν λάχανο τον Ζυλ Μπονό!
Στο Παρίσι, πράγματι, εν μέσω των αναταραχών του ’68, γυριζότανε μια ταινία για τη θρυλική συμμορία των ιλλεγκαλιστών και ζητούσαν κομπάρσους για να παίξουν τους μπάτσους. Έσπευσαν οι δικοί μας λοιπόν, τί να ’καναν, άφραγκοι όπως ήσαν. Κουρεύτηκαν κιόλας βρίζοντας από μέσα τους κι’ έσπευσαν να διεκπεραιώσουν τη βρωμοδουλειά.
Μετά, βεβαίως, ντουγρού πίσω στην «πλαζ», στις οδομαχίες, στα κατειλημμένα Πανεπιστήμια και το επίσης κατειλημμένο Ελληνικό Περίπτερο.
Ένας απ’ τους λεβέντες μας ήταν ο Κώστας Φέρρης, ο γνωστός κινηματογραφιστής, ένας άλλος ο Τέος Ρόμβος (ο οποίος έχει γράψει γι’ αυτά όλα ένα ωραίο κείμενο στο Νέο Επίπεδο, μπορείτε να το διαβάσετε ICI, εδώ). Μπορεί να ήταν κι’ ο Νίκος Θεοδοσίου, δεν θυμάμαι. Στην ταινία έπαιζε επίσης κομπάρσος κι’ ο Τίτος Πατρίκιος, ο ποιητής, που έκανε τον ζουάβο νομίζω...

Στο φοιτητικό μου δωμάτιο παλιά είχα μια αφίσσα με τον Ζυλ Μπονό, πιστόλια, εφημερίδες κι’ αγάπη, έργο του αναρχικού ζωγράφου και χαράκτη Φλάβιο Κοσταντίνι.
Είχα κι’ άλλες 2-3 του ιδίου, φερμένες απ’ την Ιταλία. Δυστυχώς τις έχω χάσει όλες. Με παρηγορεί που παραμένω φοιτητής αιώνιος!
Δευτεροετής.

(Στο μεταξύ, σημειωτέον, κουρεύτηκα προχθές. Δεν πιστεύω να γυρίζεται καμμιά ταινία με χίππηδες και να ζητάν κομπάρσους, γιατί θα βρίζω απ’ την ανάποδη. Και δεν γίνονται και τίποτε ωραίες αναταραχές, ενώ θα ’πρεπε...)

  
Σημείωση: Δεν ξανακουρεύτηκα, το ανωτέρω κείμενο είναι του Μάη που μας πέρασε κι’ απλώς το θυμήθηκα λόγω των ημερών και γι’ αυτό και το βάνω άλλωστε.




Τραγούδι: Τζο Ντασσέν, Η συμμορία Μπονό





ΑΝΑΡΧΙΑ, ΒΟΜΒΕΣ, ΛΗΣΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

(η τέχνη του Flavio Costantini)


 


 


 


Σημείωση: Τις δύο τελευταίες λιθογραφίες, όπως και αυτή με τον Ραβασόλ ξάπλα στο κρεβάτι με την εφημεριδούλα του και το πιστόλι πλάϊ του και το αμόρε του να σιάχνεται μετά τις ευτυχισμένες που ζήσαν τα πουλάκια μας πριν την κρεμάλα, τις είχα και στο φοιτητικό μου δωμάτιο - όπως φαίνεται κι’ από την κατωτέρω φωτό με τα συντροφάκια μου, τους Καννίβαλους της οδός Μασσαλίας...







Ο ΜΠΑΜΙΑΣ

Ο Μπάμιας λήστεψε μία τράπεζα. Τον κυνηγούσαν πολύ καιρό στην ορεινή Κορινθία. Νομίζω πως κάποιους απ’ τους συντρόφους του τους φάγανε λάχανο. Στο τέλος τον μάγκωσαν κι’ αυτόνε στα χιόνια. Τον πήγαν στο ΚΑΤ, του κόψανε και τα δάχτυλα απ’ το πόδι ένεκα τα κρυοπαγήματα.
Εγώ ήξερα τον φίλο του, έναν συγχωριανό του, από την Ροβιάτα Ηλείας, ο οποίος δούλευε παρκαδόρος σ’ ένα πάρκινγκ στην οδός Παλαμά.
Πήγε λοιπόν ο φίλος να δει τον Μπάμια στο ΚΑΤ. Ο μπάτσος που τον φύλαγε κι’ έκοβε βόλτες στον διάδρομο εκείνη την ώρα τον σταματά. – Δεν μπορείς να τον δεις, έχει παρέα!
– Τί παρέα;
– Τρυφερή, του κάνει ο μπάτσος.
Περιμένει λοιπόν ο φίλος μου μαζί με τον μπάτσο να χύσει ο Μπάμιας για να επιστρέψει ο μπάτσος στα καθήκοντά του κι’ ο φίλος μου να δει τον φιλαράκι του.
Ο Μπάμιας πολύ χάρηκε που τον είδε. Του λέει, – Πρέπει να το γλεντήσουμε!
– Να το γλεντήσουμε ρε Μπάμια... Έχεις καμμιά ιδέα;
– Θα πάμε στα μπουζούκια!
Ο μπάτσος κύτταγε, ανήσυχος.
– Και πώς θα πάμε;
– Να πάμε με το περιπολικό.
– Όχι ρε παιδιά, ο μπάτσος, τί μαλακίες λέτε;
– Ρε φιλαράκι, εκεί στο πάρκινγκ δεν μου έλεγες για μια γριά π’ αφίνει τ’ αμάξι της και το παίρνει μια φορά το μήνα κι’ αν...;
Ξυνότανε ο φίλος μου.
Ο μπάτσος, κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει.
– Τί λέτε ρε σεις... συνέλθετε... ένας αστυνόμος, ένας υπόδικος κι’ ένας φίλος του θα πάμε στα μπουζούκια με κλεμμένο αυτοκίνητο;
– Δουλειά σου εσύ όργανο!
Έτσι έγινε.
Πήγαν στον Σφακιανάκη. Με το που είδαν τον Μπάμια οι φουσκωτοί του μαγαζιού τόνε πήραν στα χέρια και τον οδήγησαν μαζί με την παρέα του στο καλύτερο τραπέζι...
Ο μπατσάκος μας, τρισευτυχισμένος. Πρώτη του φορά κι’ ίσως και τελευταία σε σκυλάδικο πρώτο τραπέζι πίστα! Μεγαλεία!


*


Φωτό: Ο Μπασιάκ, τέλη δεκ.’80 κάπου στην Ορεινή Κορινθία, με περιβολή λονδρέζου τροτσκιστή του ’60 – προκαταβολικό προσκύνημα στα μέρη οπού δέσανε τον Μπάμια. 
Σημειώστε: Το τζάκετ το είχα αγοράσει από την Αμερικάνικη Αγορά, πάμφθηνα, είχε κι’ ένα μικρό σκίσιμο στον ώμο, τώρα δεν θυμάμαι πόσο ακριβώς αλλά σε ευρώ μπορεί να ήταν και 1 ευρώ!
Η πωλήτρια μου είπε: Έχεις διαβάσει το τάδε βιβλίο (δεν μπορώ να το θυμηθώ τώρα) της τάδε (μιας μαχητικής φεμινίστριας, όλοι το είχαμε στην βιβλιοθήκη μας... Πατρίτσια την λέγαν την συγγραφέα; δεν μπορώ να θυμηθώ, θυμάμαι μόνο ότι σε κάποιο κεφάλαιο είχε μότο τους στίχους των Βέλβετ: I'll be your mirror / reflect what you are...) στο κεφάλαιο τάδε, λοιπόν μου λέει η πωλήτρια, γράφει για τους Νέους Σοσιαλιστές που φορούσαν τέτοια τζάκετ!
– Τί μου είπες τώρα! της λέω, το πήρα!
Σ’ αυτές τις τσέπες χωράει κι’ ολόκληρη τρουμπέτα, όπως λέει κι’ ο Ντον Τσέρρυ...
'Οχι πως ξέρω να παίζω τρουμπέτα...
Χωράν και βιβλία πάντως! Όχι βιβλία, λάθος! Βιβλιοθήκη χωράει!





Μούζικα: Don Cherry, φυσικά.




Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Δυο ευρωπαϊκά κομμάτια




«Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες!»
                                                    ( Τζίμης Πανούσης )







ΕΥΡΩΠΗ
(απόσπασμα)

Ευρώπη είναι η Επανάσταση
Ευρώπη είναι η διαλεκτική, ο Χέγκελ και οι Νέοι Εγελιανοί
Ευρώπη είναι τα καφενεία – η μεγάλη προσμονή του απρόσμενου, που λέγει κι’ ο Walter Benjamin
Ευρώπη είναι η τυπογραφία και τα οδοφράγματα
Ευρώπη είναι τα τρένα
τα φτωχικά δωμάτια των καλλιτεχνών
το πλήθος, που σε παρασέρνει / και σε διώχνει / και σε φέρνει
το μαύρο χιούμορ
το φλαμένγκο
Ευρώπη είναι η Άνοιξη της Πράγας, ο Γαλλικός Μάης, το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας
και το φθινόπωρο στο Πεκίνο
είναι το Magic Bus
είναι οι Indiani Metropolitani
είναι ο Λωτρεαμόν κι’ ο Φαντομάς, με συμπληρώνει ο Σταμπάκης
είναι ο Βέγγος και ο Χάσεκ, συμπληρώνει ο Μάριος Δαρβίρας
είναι
η Anna Blume
κι’ η δικιά μου η Μαριγούλα
αξίες που δεν χωρούν στο χρηματιστήριο αξιών σας
καταλάβατε, μαλάκες;
αγεωγράφητοι;




ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΒΡΑΚΩΤΩΝ

Εμπρός μαρς, βρακί φορέστε,
κύριοι,
ο Θεός τους κώλους σας προίκισε
μ’ υποκρισία και σεμνοτυφία περισσή,
(R:)
δεν είστε σεις σαν εμάς, τους Ξεβράκωτους.

Σας περιμένουν στο μήτινγκ,
κύριοι,
βρακί μη ξεχάστε να φορέσετε καθώς πρέπει:
το καφέ πίσω, μπροστά το κίτρινο,
(R:)
δεν είστε σεις σαν εμάς, τους Ξεβράκωτους.

Στους δρόμους
εμείς
κι’ οι κώλοι μας τραγουδούν
ρεφρέν της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης:
Liberté! Égalité! Fraternité!
βρακί εμάς δεν θα φορέσουμε ποτέ!


(*) Το δεύτερο κομμάτι είναι ελεύθερη, δηλ. πολύ ελεύθερη απόδοση ενός χιουμοριστικού τραγουδιού της Γαλλικής Επανάστασης.


*
  

Φωτό: Οι Νέοι Εγελιανοί στο στέκι τους, το περίφημο Hippel Café. Αριστερά, ο χοντρός, είναι ο Άρνολντ Ρούγκε. Στο τραπέζι ακουμπισμένος, ο Στίρνερ φουμάρει το τσιγαράκι του.
(σκίτσο του Φρ. Ένγκελς)



Σα να τους ακούω… μαριοχακκοειδώς:
– Εμένανε, ρε είπες Καντιανό;
Ξεβούλωσε ταφτιά σου ρε, εγώ είπα: I can't get no (satisfaction).
( από το πολύ πολυαναμενόμενο βιβλίο του Νταλούκα «ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ, ΘΑ ΤΗΝ ΣΦΑΞΩ!» – Ροκ και νεανικές κουλτούρες στον 19ο Αιώνα )








Σημειωτέον: Ήτανε να πούμε την Ευρώπη μας σε μιαν εκδήλωση συμπαράστασης στο γαλλικό «Nuit Debut», τον Μάη του ’16. Λίγο πριν αρχίσει η εκδήλωση, μας την πέσαν οι μπάτσοι, με μιαν εξόφθαλμη προβοκάτσια, που διέλυσε την μάζωξη…
(Το είπαμε πάντως το επόμενο σαββατοκύριακο, έστω και χωρίς εξέδρα, στα σκαλιά, με μια πρόχειρη μικροφωνική… Μας κλ… δηλ. τ’ αρχ… κανονικά! Μπορεί και να νομίζουν πως νίκησαν! Χα!)



Ιδού και μερικές φωτογραφίες από την πρώτη και την δεύτερη βραδυά μας στο Σύνταγμα:







 


 

  






Χαίρετε!                









Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Λέκκας, εξ αδοκήτω κ.ά. ιστορίες



(Κείμενο το οποίο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Λέκκα «Εξ αδοκήτω», 
εκδ. Καζανάκι, 2018, στην Στέγη Bibliotheque, 21/12/2018)

 


Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα δικό μου ιστορικό ούτως ειπείν ανέκδοτο:
Γύρω στα 1983 έμενα σε ένα καμαράκι στο Μεταξουργείο, που τότε ήτανε μια γειτονιά με λαϊκούς ανθρώπους και πολλά μπουρδέλα, δεν είχαν ανοίξει ακόμα καλλιτεχνικά καφενεία και τέτοια. Μια στρωματσάδα χάμω, τραπέζι, καρέκλα, λάμπα, ένα γκαζάκι για να ψήνω κάνα αυγό και μερικά βιβλία, όχι πολλά. Μια μέρα με επισκέφθηκε ο πατέρας μου. Κύτταζε γύρω μ’ έναν τρόπο που αδυνατούσα να εννοήσω. Δεν του άρεσε προφανώς. Ανέκαθεν είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις περί νοικοκυριού. Σε μια στιγμή πιάνει ένα βιβλίο. Ρεμπώ: Μια Εποχή στην Κόλαση. Με κυττάει, τον κυττάζω. Μου λέει: Γυιέ μου, πες μου, ειλικρινά, παίρνεις ναρκωτικά;
Κατάλαβα λίγο αργότερα. Εκείνο τον καιρό παίζονταν στην τηλεόραση ένα σήριαλ πολύ τολμηρό για την εποχή του κι’ αρκούντως ανησυχαστικό για τους φιλήσυχους ανθρώπους, σαν τον πατέρα μου: Η Κάθοδος.
Ο ήρωας του σήριαλ, που είχε μπλέξει με την πρέζα, έμενε σε ένα δωμάτιο τάλε-κουάλε το δικό μου και διάβαζε και Ρεμπώ παρακαλώ!

Σας λέω αυτή την δικιά μου ιστορία, διότι ο Λέκκας εμένα μου φέρνει τον Ρεμπώ στο νου. Είναι και νέος, εγώ δεν τον κάνω πάνω από 16, άσχετα πόσο είναι ληξιαρχικώς. Και κάπου μάλιστα σημείωσα αυθόρμητα πως τον θεωρώ ως τον πιο γνήσιο εκφραστή της γενιάς μου, της ποιητικής αν θέτε γενιάς μου, που δεν ορίζεται στην περίπτωσή μας με χρονολογικά κριτήρια κλπ. φιλολογικά…

Λοιπόν, απ’ τη στιγμή που έλαβα το βιβλιαράκι του Λέκκα, (την γραφή του γενικώς βέβαια την ξέρω και γουστάρω), κατέβασα αυθόρμητα απ’ την βιβλιοθήκη και τον Ρεμπώ, την Εποχή στην Κόλαση, την έκδοση μάλιστα που είχα τότε και είδε ο πατέρας μου – μετάφραση Νίκος Σπάνιας.
Φυλλομετρούσα μια τον Νίκο τον Λέκκα μια τον Αρθούρο.
Σταματάω σε αυτό που γράφει ο Σπάνιας στην εισαγωγή του:
«Voyou, voyeur, voyant, vagabond, velleitaire, voyageur. Ο εκλεκτός έκλυτος, ο αθεράπευτος μπανιστιρτζής, ο διάπυρος (διακεκαυμένος) οραματιστής, ο αλαλιασμένος αλήτης, ο διχασμένος δράστης, ο κατατρεγμένος ταξιδευτής». – Ιδού ο Λέκκας μάγκες μου αυτοπροσώπως!
Και γαμώ τα παιδιά δηλ.!

Διαβάζω τον Λέκκα, το Εξ αδοκήτω του σαν μια εποχή στην κόλαση σε συνέχειες.
Μια ιστορία φυγής, μια ιστορία ρήξης και φυγής – Φυγάς θεόθεν και αλήτης, που λέει κι’ ο μπάρμπα Εμπεδοκλής.
Υπάρχει ένας πατέρας, που τον σκιτσάρει ο Νίκος με τα μελανότερα φωνήεντα. Δεν θα σταθώ στο ψυχαναλυτικό/ψυχιατρικό κομμάτι, αυτό το ξέρει καλύτερα ο ίδιος και το έχει προφανώς συζητήσει διεξοδικά με τους αγαπημένους κοινούς μας φίλους και συντρόφους, γιατρούς και πνευματικούς ανθρώπους στους οποίους αφιερώνει τούτο εδώ το βιβλιαράκι: τον Σωτήρη Παστάκα και την Κατερίνα Μάτσα.
Από ιστορική άποψη το βλέπω εγώ. Οι πατέρες σχετίζονται με την απαρχή της ιστορίας. Με την κάθοδο των αρπακτικών ποιμενικών φύλων και την επιβολή τους στους ειρηνικούς γεωργικούς μητριστικούς πολιτισμούς της νεολιθικής εποχής. Τα λέω λίγο σχηματικά κατ’ ανάγκην. Οι τσομπάνηδες λοιπόν εγκαθιδρύουν τα ιερατεία, περιφράσσουν και οχυρώνουν τους οικισμούς, ελέγχουν και διανέμουν τον παραγόμενο πλούτο, κάνουν και τους πολέμους. Στήνουν κοντολογίς έναν λαμπρό πολιτισμό βίας, επιβολής, αρπαγής και εξόντωσης, που αποκορύφωμά του είναι ο ιμπεριαλισμός ή αν προτιμάτε ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
(Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, συν λάϊφ στάϊλ, συν η λογική του λεγόμενου Μετώπου της Λογικής – η /και/ ελληνική καρικατούρα του…)
Ο Λέκκας δεν χάνει ευκαιρία να καταδικάσει, να χλευάσει και να αναθεματίσει τον πατέρα, τον τσομπάνο, κάθε τσομπάνο: τον παπά, τον αρχηγό, το αφεντικό.
Όχι μόνο στα γραπτά του μα και με τον ίδιο τον τρόπο ζωής του. Κυρίως με τον τρόπο της ζωής του. Τα γραπτά του, άλλωστε, δεν είναι παρά το τραγούδι του, το κελάϊδισμά του, το κράξιμο του κόρακα αν θέτε, το σφύριγμα του αλήτη αν προτιμάτε.
Ούτε ποιμήν ούτε ποίμνιο.
Ούτε τσομπάνος ούτε πρόβατο.
Ούτε καραβανάς ούτε φαντάρος.
Ούτε πολιτικός αρχηγός ούτε οπαδός.
Ούτε πάτερ φαμίλιας ούτε καλό παιδί.
Να τη χέσω την στάνη, να χέσω την στρούγκα.
Παίρνει τα μάτια του και φεύγει. Την κοπανάει. Για να περιπλανηθεί, να χαθεί ίσως, στο άγνωστο, στα όρια, πέρα από τα όρια και τους όρους… Με τίποτα μαζί του, παρά μόνο με τους στίχους της Γώγου, την οποία ανακαλύπτει πιτσιρικάς σε ένα βιβλιοπωλείο του χωριού:
«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου».
Κάπου μνημονεύει και τον (εξ αγχιστείας ας πούμε) αείμνηστο φίλο μου τον Σταύρο Αντωνίου:
«Το περιθώριο λάμπει σαν αστέρι».
Στο περιθώριο λοιπόν, εκτός, έξω από τις συμβάσεις της στάνης, δεν την λέω κοινωνία. Στην εξαθλίωση, που κάποτε είναι το τίμημα της ελευθερίας.
«Παράξενο», – για να θυμηθούμε και τον συνονόματο του Λέκκα, τον Καρούζο – «παράξενο μα η ζωή αστράφτει περισσότερο νομίζω μες στην εξαθλίωση».
Κι’ εν τω μεταξύ, συνεχίζει ο ίδιος, ο Καρούζος «αφήνουμε την αλήθεια να τρέχει από το χαλασμένο καζανάκι».

Αυτά τα λίγα έχω να πω.
Χαιρετίζω τον αλήτη ποιητή Νίκο Λέκκα.
Που φτωχός είναι μεν, αλλά μπορεί και ξέρει να κερνάει.

ΥΓ.
Μιας κι’ ανέφερα τα καζανάκια, να πω και μια κουβέντα για το βιβλιαράκι των εκδόσεων Καζανάκι. Το θεωρώ ένα φτηνό μεν αλλά κομψοτέχνημα. Στημένο με διάθεση φανζίν, παραπέμπει αισθητικά στον υπόγειο τύπο των καιρών μου, περιοδικά κυρίως του περιθωρίου, μουσικά ή/και πολιτικά, ακροαριστερά, φεμινιστικά ή ακόμα στα πρώτα τεύχη του Αμφί – για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, εγώ θα έλεγα της σεξουαλικής εν γένει επιθυμίας, της επιθυμίας για ζωή.
Και μ’ αρέσει και ο τρόπος που διακινείται – σ’ ένα δυο άντε τρία βιβλιοπωλεία, όχι από τα μεγάλα, προσεχώς υποθέτω και σε τίποτα στέκια, συνεργατικά καφενεία, την Λοκομοτίβα ας πούμε κλπ.

21 Δεκ. ’18, ξημερώματα, αχάραγα                 


Ένα στιγμιότυπο από την βιβλιοπαρουσίαση:
Τέος Ρόμβος, Νίκος Λέκκας, Μπασιάκ, Γιάννης Αντιόχου, Γιώργος Κεντρωτής
(καλά παιδιά άπαντες!)



(*) Σημείωση: Ο Λέκκας, κατά την βιβλιοπαρουσίαση, μου είπε ότι ήδη υπάρχουν αντίτυπα και στην Λοκομοτίβα και πολύ χάρηκα, διότι όπως σημειώνω και κάπου αλλού, τα καλύτερα βιβλία τα βρίσκεις σε καφέ-μπαρ που διαθέτουν και βιβλιοπωλείο εντός παρά σε βιβλιοπωλεία που διαθέτουν καφέ-μπαρ για να πίνουν οι φιόγκοι τσάϊ ή σκοτς και να λεν σαχλαμάρες…




 









*





 

 

Περισσότερα στιγμιότυπα από την βραδυά Νίκου Λέκκα, στην Στέγη Bibliotheque και το Σαλέρο: Λέκκας, Τέος Ρόμβος, Γ. Αντιόχου, Γ. Κεντρωτής, Γ. Δάγλας, Σταύρος Καπλανίδης, Αλ. Δήμου, Νίκος Δεληγιάννης, η Ρόζα, η Μαριάνθη κι' ελόγου μου.
(Φωτογραφίες: Χαρά Πελεκάνου)