Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Νά, τα λέμε εδώ με τον Τυπάλδο τον Θωμά



Παντού υπάρχουν χρώματα – αρώματα, ήχοι – στίχοι. Υπάρχουν παντού τοίχοι και τείχη, δεν υπάρχει όμως τύχη. Ολόγυρα καιροφυλακτούν μπάτσοι, μα όπως είπαν οι Μπρετόν-Σουπώ, εμάς «ο έρωτας μας κάνει αόρατους». Ο έρωτας… Ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις του: έρωτας για την ποίηση, έρωτας για τη μουσική, έρωτας για το κρασί, έρωτας για τη γυναίκα, έρωτας για τον άνδρα, έρωτας για τη ζωή. Παντού υπάρχει και φωλιάζει ο έρωτας. Κάποιοι ονειροπόλοι, προερχόμενοι απ’ το χτες, που δεν γνωρίζουν χρονικά δεσμά, (δεν γνωρίζουν γενικά από δεσμά), συνεχίζουν να ερωτεύονται. Δημιουργοί νέων κόσμων εντός του κόσμου, διαγράφουν τη δική τους τροχιά γύρω από τον ήλιο ενός ατέρμονου καλοκαιριού, που πολλές φορές, αυτοί οι ίδιοι είναι που αναρωτιούνται αν ποτέ θα τελειώσει. Ένας τέτοιος ονειροπόλος και ο Θεόδωρος Μπασιάκος. Ονειρεύεται και ζει, μεθάει, μα πάνω απ’ όλα, ερωτεύεται. Έρχεται απ’ το χτες, δεν ζει στο χτες Γνωστός στα στέκια των ποιητών και ‘κείνων που αμφισβητούν την εικονική ειρήνη που σαν τα ηρεμιστικά χάπια κρατάει σε καταστολή τα ένστικτά μας. Ορθώνει το ανάστημά του δίχως να μεγαλοπιάνεται και να γίνεται σκλάβος ενός από τα μεγαλύτερα ελαττώματα που διέπουν τους κύκλους των ποιητών, το ελάττωμα της ματαιοδοξίας. (Δεν έχω κανέναν σκοπό να κάνω κάποια προσέγγιση θρησκευτικού περιεχομένου, έτσι, ονομάζω απλά ως ελάττωμα τη ματαιοδοξία κι όχι ως αμαρτία που δεν με απασχολεί ούτως ή άλλως ως έκφραση). Κυρίες και κύριοι, ο Γκανγκάν.























Ερ.: Στα εκατό άτομα που μπορεί κάποιος να συναντήσει οι οποίοι θα του πουν πως ασχολούνται με την ποίηση, (γράφοντας ή απλώς διαβάζοντας), θα ακούσει εκατό και μία απόψεις για το τι είναι η ποίηση. Διαβάζοντας τα δικά σου πονήματα, εύκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει πως η γραφή σου είναι άμεσα συνδεδεμένη με το εμπειρικό στοιχείο, είναι η καθαρή φωνή των δρόμων που τα διαχέει, άρα μιλάμε για μία βιωματική καταγραφή. Είναι έτσι, κι εν τέλει, μπορεί κάποιος να πει με απόλυτο τρόπο πώς γνωρίζει τι είναι η ποίηση;

Απ.: Ωραία ερώτηση. Με το μαλακό όμως, διότι αυτό δεν είναι μία ερώτηση αλλά ξερωγώ ολόκληρη υπόθεση εργασίας….
Δηλώνω καταρχήν κατηγορηματικά πως δεν ξέρω τι είναι η ποίηση. Αν ήξερα θα ήμουν ίσως φιλόλογος στην μέση ή την ανωτέρα εκπαίδευση ή ακόμα χειρότερα στην «αγορά», στα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες, κριτική κλπ.
Υπάρχουν και συμπαθείς φιλόλογοι εντούτοις, ειλικρινείς. Θυμάμαι, στα Γιάννενα πίναμε κάτι καφέδες δίπλα στη λίμνη κι εμφανίστηκε μια νόστιμη κοπελιά, στην οποία μάλλον άρεσα, ώσπου με ρώτησε τι δουλειά κάνω. Γράφω, της λέω. Ενδιαφέρον, μου λέει. Ποιήματα, της λέω. Χαίρεται, μου λέει, εγώ είμαι φιλόλογος στα σχολεία και νομίζω ότι οι ποιητές είναι βλαμμένοι και να λείπει το βύσσινο, εμένα μ’ ενδιαφέρει να κάνω οικογένεια, μου λέει.
Λοιπόν, ποίηση θα έλεγα πως είναι να ζεις με τα ποιήματα, είτε ως συγγραφέας είτε ως αναγνώστης. Λέω είτε, συνήθως και τα δυο, ανεξάρτητα αν βγάζεις βιβλία ή αν γράφεις σπουδαία εν πάση περιπτώσει. Κάπου το σημειώνω πιο γλαφυρά: να ζεις με την ποίηση όπως οι Τσιγγάνοι με την μουσική και τον χορό – και με τις διαφορές τους με τα γκατζέ (τους λαϊκούς) και τις αρχές, την αστυνομία κλπ. Ή όπως οι τεντυμπόηδες, παρομοίως.
Δεν μ’ αρέσει η ποίηση των «κανονικών» ανθρώπων.
Να το πιάσω λίγο απ’ την αρχή το πράμα. Διάβαζα από παιδί, από 12-13 χρονών. Μ’ άρεσαν κάποιοι περίεργοι ποιητές, κάποια περίεργα ποιήματα, κάποιες περίεργες ζωές ποιητών ακόμα. Έγραφα κι εγώ φυσικά. Μ’ έτρωγε ο κώλος μου. Στα 17-18 μου άφισα το πατρικό και τράβηξα για την Πλατεία (Εξάρχεια). Εκεί ένοιωθα πια ποιητής κι εγώ, όχι «κανονικός» αλλά… περίεργος! Ας έγραφα και αρλούμπες. Σκοτίστηκα. Δεν έχει σημασία τι κάνεις αλλά τι είσαι, λέει κάπου ο Πικάσο. Ο Πικάσο έγινε ζωγράφος στη Μονμάρτρη, εγώ έγινα ποιητής στα Εξάρχεια. Καλά έλεγε μια κάποια υφυπουργός κυρία Παπακώστα, τα Εξάρχεια είναι η Μονμάρτρη της Ελλάδος! Συμφωνώ! Κι ας διαφωνώ με το πνεύμα της, διότι η κυρία επιδιώκει να καταντήσουν τα Εξάρχεια σαν την σύγχρονη Μονμάρτρη, μια τουριστική ατραξιόν.
Να σου πω και κάτι άλλο. Δεν έγραφα αρλούμπες εντελώς. Μάλιστα με πρόσεξαν κάποιοι άνθρωποι των «καλών» γραμμάτων και με βοήθησαν και με έσπρωχναν… Ένας κάποτε ποιητής της περίφημης γενιάς ’70 μου λέει, κοίταξε το μέλλον σου, τι γυρνάς στα Εξάρχεια, γιατί παράτησες τις σπουδές σου στο πανεπιστήμιο, πάρε το χαρτί, μπορούμε να σε βολέψουμε στην ΕΡΤ ας πούμε κλπ. Εννοείται ότι ξέκοψα αμέσως. Ούτε ευχαριστώ. Αλητεία.
Δεν ξέρω αν σε κάλυψα. Τι με ρώτησες αλήθεια; – Απ’ την πλευρά μου, δεν μ’ αρέσει, τουλάχιστον δεν μ’ αρέσει πια να αυτοπροσδιορίζομαι ως ποιητής. Προτιμώ να λέω: ένας freak-beat ή σκέτος φρηκ, ένας ανήσυχος κι οργισμένος νεολαίος τέλος πάντων που γράφει τα δικά του.
(Επίσης δεν ξέρω, θα το σκεφτώ: νομίζω ότι απευθύνομαι σε ένα περιορισμένο «κοινό»: στους δικούς μου!)


Ερ.: Άρα, κατά κάποιον τρόπο, είσαι ποιητής όπως και να το πάρει κανείς, έστω και από την σκοπιά και μόνο της γραμματικής εφόσον «ποιείς» με τον όποιον τρόπο. Ας πάω όμως με τα νερά σου: ακόμη κι αν αποδεχτούμε πως ποιητής δεν είσαι κι είσαι μόνο ένας freak-beat, πονήματά σου μπορεί να βρει κάποιος είτε στο προφίλ σου στο facebook, είτε στο blog σου, κάτι που σημαίνει πως γράφεις και πως απευθύνεσαι σε κάποιους, (τους δικούς σου). Τι είναι αυτό που σε κάνει να στραφείς στο γράψιμο; Είναι απλά μία εξωτερίκευση των ιδεών και των συναισθημάτων σου, ή υπάρχει κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό απ' αυτό;

Απ.: Εκτός από το διαδίκτυο, να συμπληρώσω πως έχω βγάλει κι ένα βιβλιαράκι «επισήμως», τα Μαύρα μάτια, εκδ. Πλανόδιον 2006, εξαντλημένο δυστυχώς, χώρια άλλα δυο που είχα βγάλει νέος… Επίσης κατά καιρούς διακινώ από χέρι σε χέρι, εκτός εμπορίου, διάφορα μικρά φυλλάδια με στίχους σε λιγοστά αντίτυπα, φωτοτυπημένα. Τα βρίσκεις ενίοτε σε κάποια βιβλιοπωλεία-στέκια, στο Φαρφουλά, στην Μπιμπλιοτέκ, στη Λοκομοτίβα κ.α. (Αν δεν τόχεις, να σου δώσω τα Αγγούρια και μαργαρίτες, πιο πρόσφατο, έχω κάνα-δυο αντίτυπα ακόμα. Αυτό το έβγαλα σε καμιά εκατοστή κομμάτια. Συνήθως όμως το τιράζ είναι 15-20 κομμάτια…)
Θέλω να σου επίσης πως προτιμώ τα λάϊβ, απαγγελίες σε διάφορες ανορθόδοξες, αντεργκράουντ ποιητικές βραδιές που οργανώνουμε σε διάφορα στέκια γκαγκάν όπως το Ουζερί της Τζένης π.χ. Χωρίς αστέρες της βραδιάς, όποιος θέλει σηκώνεται και λέει το ποίημά του, έχουμε και διάφορα κλαπατσίμπαλα, μια χαρά! Ξεκινάμε κατά το δείλι και σχολάμε ξημερώματα.
Τώρα, σε σχέση με την ερώτησή σου: Τα πουλάκια κελαηδούν, πουλάκια είναι και κελαηδούν πουλάκια είναι και λένε… Ε, κι εμείς οι freak-beats, οι μπήτουλες γράφουμε και απαγγέλλουμε. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο ουσιαστικό.
Θα πρόσθετα ότι είμαστε από τους ποιητές που δεν αγαπούμε τα κλουβιά. Μουγγαινόμαστε! Θέμε ελευθερία.
Μου αρέσει πολύ ένα ποίημα του Νικανόρ Πάρρα, του αντιποιητή, που πάει κάπως έτσι: Απευθύνεται υποτίθεται σε ένα πουλί: Πουλί, του λέει, / εδώ στο κλουβί έχεις προστασία, στέγη και τροφή / λίγη ίσως αλλά εξασφαλισμένη. / Έξω απ’ το κλουβί δεν έχεις τίποτα παρά απέραντη ελευθερία!
Τι υποτίθεται ότι εκφράζω με το κελάϊδισμά μου; Τη λεφτεριά και τη χαρά της ζωής. Τη λεφτεριά του ίδιου ακόμα του τραγουδιού μου, που αρνείται να μπει στο παιχνίδι της ελεύθερης αγοράς, της αγοράς του βιβλίου μάλιστα, των συμβάσεων του «επαγγέλματος».
Ο ποιητής πρέπει να είναι ανεπάγγελτος λέει κάπου ο Wols, σπουδαία μορφή των γραμμάτων και των τεχνών. Έζησε και πέθανε φτωχός και παραγνωρισμένος – αλλά και πλούσιος και διάσημος μαζί με τους λιγοστούς του «δικούς». (Αν δεν το λέει ο Βολς, το λέω εγώ επηρεασμένος από τον Βολς!)


Ερ.: Ανέφερες ένα μαγικό για μένα όνομα, τον Πάρρα. Πολλοί είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν τι είναι ακριβώς η αντιποίηση. Σε γενικές γραμμές, είναι η προσπάθεια να ενταχθούν στην ποιητική σκέψη, φόρμες κι εκφράσεις της καθημερινότητας, αυτό δηλαδή που πράττεις κι εσύ. Παρόλα αυτά, όσο κι αν έχει κάποιος τη δυνατότητα να ξεφεύγει απ' την καθημερινότητα, εκείνη είναι αδυσώπητη. Πώς αντιδρά ο Μπασιάκος όταν η καθημερινότητα (η συνήθεια, η άμεση πραγματικότητα) τον χτυπά και ο έτερος εαυτός του, (η προσωπικότητα που εσύ ο ίδιος έχει δημιουργήσει) ο Γκανγκαν, είναι αφοπλισμένος, ή απλά βρίσκεται σε χειμερία νάρκη;

Απ.: Θυμάσαι την Παράγκα του Σίμου; – «Η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική. Εάν απελπισθείς μην απελπίζεσαι!»
Υπάρχει ένα ωραίο πόστερ του ιταλού αναρχικού ζωγράφου-γραφίστα Φλάβιο Κοσταντίνι, που δείχνει τον Ραβασόλ ξάπλα στο ντιβάνι να διαβάζει την εφημερίδα ενώ η Μαντλέν ημίγυμνη στον καθρέφτη σιάχνεται, προφανώς μετά από ένα ωραίο τους πήδημα. Στην καρέκλα δίπλα στο ντιβάνι αναπαύεται το πιστόλι του φιλαράκου μας.
Μιλάω αλληγορικά. Φροντίζει ο Γκαγκάν να μην είναι ποτέ παροπλισμένος. Θεωρώ μεγάλη τύχη αυτή τη στιγμή κι αυτή τη δύσκολη πολύ εποχή το ότι βρίσκομαι μαζί με μια εξαιρετική συντρόφισσα στη ζωή και στα γράμματα. Η αλήθεια είναι ότι ήρθε και με βρήκε, βρεθήκαμε τέλος πάντων σε μια εντελώς απελπιστική φάση της ζωής μου. Νομίζω όμως ότι και τότε, σε κείνη τη φάση, κάπως την διασκέδαζα την απελπισία μου. Νομίζω ότι το γέλιο, το μαύρο γέλιο, το μαυροκόκκινο γέλιο μ’ έχει σώσει πολλές φορές μέχρι τώρα. Πάντα υπάρχουν και χειρότερα μα κι ο ίδιος έχω ζήσει και χειρότερα. Δεν ξέρω να σου απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Ίσως θα ξέρω άμα χάσω την Μαριάνθη. Αλλά όσο είμαστε μαζί, ραβασόλ!
Σχετικά με το άλλο που λες, περί αντιποιήσεως, καλά τα λες και μ’ αρέσει αυτό που επισημαίνεις και στην «αντιποιητική» την δικιά μου. Λαϊκή γλώσσα κι αργκό, μ’ αρκετά γαλλικά που λέμε. Επίσης χρησιμοποιώ συστηματικά τη συνθηματολογία του Μάη ’68, τη γλώσσα των τοίχων, την ποίηση του μαρκαδόρου. Δεν είναι κόλπα φιλολογικά αυτά για να καταπλήξουμε τους αστούς, είναι τρόπος αντίληψης, είναι στάση ζωής. Τσίου-τσίου δηλαδή. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή σου την επισήμανση, Θωμά, διότι ούτε ο ίδιος το είχα πολυσυνειδητοποιήσει. Γράφουμε όπως μιλάμε κι όπως σκεφτόμαστε. Αλλά κι από την άλλη, σκεφτόμαστε και μιλάμε όπως διαβάσαμε: τον Βιγιόν και τον Ρεμπώ, τον Πάρρα οπωσδήποτε, τον Σκαρίμπα και τον Κουτρουμπούση, αναφέρω στην τύχη μερικά ονόματα και σταματώ γιατί ξεφεύγω θαρρώ. Α, και κάτι ακόμα σχετικό-άσχετο: στο διαδίκτυο τουλάχιστον σχεδόν ποτέ δεν υπογράφω τους στίχους μου. Κοπυλέφτ που λέει κι ο αγαπημένος μου Τέος Ρόμβος.


Ερ.: Υπέροχα. Πας με τις απαντήσεις σου δίχως να το ξέρεις εκεί που θέλω να πάμε. Πέρα από το αν είσαι ή όχι ποιητής, γνωρίζω πάρα πολύ καλά πως είσαι πρώτα απ' όλα, πολιτικό ον (και πώς θα γινόταν αλλιώς όταν ήδη έχεις πει ότι έμαθες την ποίηση στα Εξάρχεια). Μίλησες για τον Μάη του ’68 και θέλω να ρωτήσω, μπορεί να βρεθεί σήμερα «η φαντασία στην εξουσία», σε συνάρτηση πάντα με τα πολιτικά status που έχουμε; (Όπου πολιτικά status, βλέπε και τα κυβερνητικά δεδομένα αλλά και την μεγάλη non politica θέση της πλειοψηφίας των λαών, ή την επιρροή που έχουν τα κόμματα εξουσίας σε άλλη μερίδα τους).

Απ.: Είμαι αισιόδοξος. Οι άνθρωποι έχουμε νιονιό στο κεφάλι. Αγαπάμε τη ζωή. Ζούμε σ’ έναν υπέροχο γαλάζιο και καταπράσινο πλανήτη. Μπορούμε και φκιάνουμε ένα σωρό όμορφα πράγματα. Ανακαλύψαμε τη φωτιά, μπορούμε ν’ ανάψουμε τσιγάρο, να βρισκόμαστε γύρω-γύρω στη φωτιά να λέμε ιστορίες ή να τραγουδάμε. Μας αρέσει η μουσική, ο χορός. Ωραία είναι να κάνουμε και κάνα μεροκάματο πότε-πότε, μα δίχως να το παρακάνουμε.
Προτείνω έρωτα και απεργία διαρκείας.
Μας κυβερνούν επικίνδυνοι ηλίθιοι. Μας κυβερνά η ΚΔΩΑ – Κτηνώδης Δύναμις Ογκώδης Άγνοια. Προσπαθούν να μας αποβλακώσουν κι αποκτηνώσουν κι εμάς. Το «θέαμα» κάνει καλά τη δουλειά του. Κι η κατανάλωση. Ο καταναλωτισμός πάει χέρι-χέρι με την στέρηση βέβαια. Να μας αποξενώσουν καταρχήν. Εγω-πρόβατα. Καθείς για πάρτη του αλλά κοπάδι. Κι ένας ποιμένας από πάνω (ηγέτης, παπάς, αφεντικό, πατριάρχης κ.ο.κ.) εννοείται μαζί με τα τσοπανόσκυλά του (μπάτσοι, τιβί, νεοναζί κ.ο.κ.)
Το δίλημμα μπήκε πριν 100 και πλέον χρόνια: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Στις μέρες μας μπορούμε κάλλιστα αντί για βαρβαρότητα να μιλάμε για όλεθρο, αφανισμό της ζωής σ’ αυτό τον πλανήτη, πείνα, πόλεμος, σκουπίδια, κλιματική αλλαγή.
Το Animus έχει δημοσιεύσει μια παρουσίαση του θαυμάσιου δυστοπικού «Εμείς» του Ζαμιάτιν, την οποία μάλιστα υπογράφει η Μαριάνθη. Εξαιρετικό μυθιστόρημα, αξίζει να το διαβάσουμε για να καταλάβουμε την εποχή μας. Οι γυάλινοι τοίχοι και τα γυάλινα τείχη της περίφημης αυτής δυστοπίας, μάλιστα, μια χαρά μπορούν να παρομοιαστούν με τις κάθε λογής οθόνες της σύγχρονης ζωής. Σκέφτομαι, το απολιτίκ κάποτε πήγαινε μαζί με το βόλεμα, την προκοπή, σύγχρονες ανέσεις, ησυχία, τη δουλίτσα μου και διάφορα τέτοια. Οι ανέσεις θα σας σκοτώσουν, ήταν ένα άλλο σπουδαίο σύνθημα του Μάη. Τώρα ποιες ανέσεις, ποια κατανάλωση; Πείνα και των γονέων. Ατμός κι η μικρή ατομική ιδιοκτησία. Χρέη κλπ. κλπ. Ακόμα και στη δυστοπία του Ζαμιάτιν καλά περνάς αν είσαι πειθήνιος στο σύστημα, συμβιβασμένος, λοβοτομημένος στη τελική. Το απολιτίκ είναι από μια άποψη λοβοτομή. Η ζωή πάντως είναι έξω από τα τείχη. Έξω από τα νοικοκυριά αν θες.
Break on through to the other side!
Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο η νεολαία κυρίως να σκύψει απάνω στις επαναστατικές παραδόσεις και να γυρίσει την πλάτη στην selfie κουλτούρα. Θα το κάνει, είμαι βέβαιος. Αλλιώς θα γεράσει πρόωρα. Προσδοκώ ένα νέο μαζικό κίνημα νεολαίας, χαρούμενο και ευφάνταστο. Ένα νέο επαναστατικό αντάμωμα και γλέντι.


Ερ.: Είσαι όντως αρκετά αισιόδοξος και για να έχει κάποιο ενδιαφέρον η συζήτηση, θα σου πάω κόντρα: Θεωρείς δηλαδή εφικτό να φτάσει ο άνθρωπος στο επίπεδο της «απόλυτης ελευθερίας» δίχως να μετατραπεί η «ελευθερία» σε «ελευθεριότητα;» Το λέω αυτό με τη σκέψη πως μοιάζει πρακτικά δύσκολο να ξεπεραστούν τα αρχέγονα πάθη (ελαττώματα) που διακατέχουν την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, όπως λχ. η απληστία και βασικά, η μανία του «εξουσιάζειν» και «εξουσιάζομαι».

Απ.: Πριν πω γι’ αυτό, ας πω κάτι σχετικό με την προηγούμενη κουβέντα μου αλλά μάλλον (ίσως) και με τη δική σου τώρα.
Να θίξω λίγο το θέμα της βίας γενικά. Η βία έχει πιάσει ταβάνι που λέμε, ιδίως στις μεγαλουπόλεις. Η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού, αφθονίας αλλά και στέρησης, είναι προφανές ότι ευνοεί τη βία, το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό. Όλα τα πλάσματα χρειάζονται έναν ζωτικό χώρο, ακόμα και οι σαρδέλες. Και τα φυτά. Η βία είναι διάχυτη στις σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και μέσα στα νοικοκυριά. Βία παντού, ακόμα και στην υπόθεση της αποζητούμενης ασφάλειας. Βία είναι η εκμετάλλευση, βία και το κράτος που απροκάλυπτα πλέον περιορίζεται σε καθήκοντα μηχανισμού καταστολής. Οι εξεγέρσεις είναι αναπόφευκτες, αλλά κι αυτές είναι ξεσπάσματα οργής, καταστροφής και πλιάτσικου. Πλιάτσικο ενάντια στο πλιάτσικο των ζωών μας. Ένας φαύλος κύκλος.
Δεν μπαίνω στα χωράφια των ανθρώπων που ασχολούνται σοβαρά και επιστημονικά με αυτά τα θέματα. Μπορώ να παραπέμψω όμως στις προσεγγίσεις ενός παθιασμένου μελετητή, του αγαπημένου μου φίλου και σύντροφου Αθ. Δρατζίδη (Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών – www.badarts.gr ).
Το πλιάτσικο, η αρπαγή είναι η κουλτούρα των τσοπαναραίων, ήτοι των γεναρχών του ιστορικού μας κόσμου και πολιτισμού. Τα λέω εδώ τώρα κάπως σχηματικά αναγκαστικά. Αυτά λοιπόν τα ποιμενικά φύλα συναντήθηκαν με τις νεολιθικές κοινωνίες των γεωργών, των μητέρων, των ανοχύρωτων οικισμών, αυτό που λέμε «πρωτόγονο κομμουνισμό». Οι ποιμένες επεβλήθησαν και εγκαθίδρυσαν τις κοινωνίες-μαντρί, τα ιερατεία, τις τάξεις, τις πόλεις-κράτη, τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, την ιδιοκτησία, τον έλεγχο και την κατανομή των πόρων της φύσης και του παραγόμενου πλούτου. Την ιεραρχία και την ανισότητα. Κοντολογίς, ένα οικονομικό σύστημα κι έναν πολιτισμό, που αλλάζοντας διάφορες μορφές έφτασε ως τις μέρες μας και ονομάζεται σήμερα νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
Κάπου 6-7 χιλιάδες χρόνια αρπαγής, αρπαγής, αρπαγής, πλιάτσικου και καταστροφής. Οι ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας! Δεν μηδενίζω τα επιτεύγματα, όπως μας κατακρίνουν οι απολογητές του συστήματος… Απεναντίας, όπως κι ο Δρατζίδης δηλ. επιμένω να καταδεικνύω αυτό που κάποιοι δεν θέλουν να βλέπουν και κάποιοι το ξέρουν και το τρέμουν: πως παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλη τη βία και την αρπαγή, ποτέ δεν κατάφερε ο άξεστος πολιτισμός των τσοπαναραίων να αφανίσει μέσα μας τα ευγενή χαρακτηριστικά των προγόνων μας, αυτό που ο Δρατζίδης ονομάζει εμμενή κουμμουνισμό και μάλιστα εμμενή γλεντζέδικο κομμουνισμό, δηλαδή την κουλτούρα της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της χαράς της ζωής. Απόδειξη: τα ρεφενέ πάρτυ ας πούμε, οι «αγάπες» που λέγαν οι πρωτοχριστιανοί τα κοινά τραπεζώματα. Απόδειξη: η γειτονιά, με όλη την σημασία της λέξεως. Απόδειξη: τα κεράσματα, τα φιλέματα. Απόδειξη: η μητρική αγάπη αλλά και η μητρική δικαιοσύνη. Να γιατί είμαι αισιόδοξος, ο κομμουνισμός είναι η φύση του ανθρώπου, η ανυπότακτη μάλιστα φύση του, παρόλη την ιστορική του αλλοτρίωση.
Προσπαθούν τώρα να ξεριζώσουν τον κομμουνισμό από τα ήθη μας. Βγαίνουν ραντεβού π.χ. δυο ερωτευμένοι και πληρώνει καθένας τα δικά του, μέχρι δεκάρας μάλιστα κλπ. Νέα ήθη, εγώ λέω δεν θα πιάσουν, θα καταλάβουν οι άνθρωποι πως κάτι τέτοια δεν σε κάνουν παρά κοινό μαλάκα, ηλίθιο, ιδιώτη.
Α! Μια άλλη απόδειξη: τα τσιγάρα. Κι έρχομαι κάπως πιο πολύ μέσα στο ερώτημά σου. Τώρα βέβαια ο νεοφιλελευθερισμός αποφάσισε να βάλει φρένο σε μια σημαντική βιομηχανία και πηγή κερδών, όχι επειδή βλάπτει την υγεία μας λέω εγώ αλλά γιατί οι έρευνες της αγοράς δείχνουν πως το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών και την κατανάλωση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, αγχολυτικών κλπ. Ένα μεγάλο μάθημα που μου έδωσε ο γέρος μου, το έχω ξαναπεί. Δεν κάπνιζε, και μάλιστα τον ψιλοκορόϊδευα κάνοντάς του τον μάγκα. Είχε όμως πάντα στο τσεπάκι ένα πακέτο δεκαράκι. Τι το θες, αφού δεν καπνίζεις; Για να προσφέρω στην παρέα! Ένας «τσοπάνος», άμα ξεμένει από τσιγάρα, κάνει τράκα, κοιτάει και να καβατζώσει. Εμείς οι εξόριστοι της Κεντρικής λεωφόρου, όπως και οι πρόγονοί μας οι εξόριστοι στα ξερονήσια, πόσες και πόσες φορές δεν μοιραστήκαμε το τελευταίο τσιγάρο. Και κάτι ακόμα, επ’ ευκαιρία, θυμάμαι στο υπό κατάληψη εργοστάσιο της Ρενώ το Μάη ’68, στην είσοδο λέει ανάμεσα σε μια κόκκινη και μια μαύρη σημαία είχαν στήσει μια κούτα συλλογής τσιγάρων. Ως γνωστόν, είδος πρώτης ανάγκης για τις απεργιακές φρουρές και τις θυελλώδεις συνελεύσεις.
Κοντολογίς: Προβλήματα διάφορα πάντα θα υπάρχουν. Ίσως υπάρχει και η βία, η απληστία, η αρπακτικότητα κλπ. μέσα στη φύση του ανθρώπου αλλά υπάρχει και το αντίθετό τους, ο εμμενής γλεντζέδικος κομμουνισμός.


Ερ: Και για να παντρέψουμε σε μία ερώτηση και τα δύο θέματα που σχολιάσαμε, (η ερώτηση έχει δύο σκέλη): α) μπορεί σήμερα η ποίηση (κι η τέχνη εν γένει), να δημιουργήσει αφυπνισμένες συνειδήσεις και β) υπάρχουν κατ’ εσέ σήμερα δημιουργοί με πολιτική χροιά δυνατή κι αληθινή, που δεν ενδιαφέρονται για την προώθηση των επαναστατικών τους ιδανικών όσο γι’ αυτά καθαυτά τα ίδια τα ιδανικά;

Απ.: Η ποίηση και η τέχνη πάντα αφυπνίζει συνειδήσεις. Και τις διεγείρει και τις ξεσηκώνει. Το θέμα είναι αν η ποίηση, ως κατάσταση μάλιστα παρά ως μια γραμματεία ας πούμε, είναι κάτι περιθωριακό, υπόγειο ή κάτι που βγαίνει στο προσκήνιο και εμπνέει μαζικά κινήματα, μέσα από διαδικασίες ίσως πολύπλοκες αλλά και πολύ απλές. Η ποίηση με την πλατιά έννοια άλλαξε και διαμόρφωσε τη συνείδηση, τη στάση ζωής, τα ήθη, τη δράση μιας ολόκληρης γενιάς το ’60. Νομίζω η τελευταία μεγάλη και μάλιστα παγκόσμια επανάσταση μέχρι στιγμής. Είναι αδιανόητη η Οκτωβριανή Επανάσταση χωρίς τα καμώματα των κυβοφουτουριστών και των άλλων πρωτοποριών της τέχνης πανευρωπαϊκά, έλεγε ο Σάββας Μιχαήλ σε ένα στρογγυλό τραπέζι. Ο Αλιέντε, στην παρθενική ομιλία του όταν πήρε τις εκλογές, είχε ένα πανώ από πίσω του που έγραφε: Δεν γίνεται επανάσταση χωρίς τραγούδια, κάπως έτσι το έλεγε δεν θυμάμαι ακριβώς. Δεν ήταν και τίποτα τρομερός ο Αλιέντε, πάντως γίνανε πράγματα, η ποίηση έγινε λαϊκός ενθουσιασμός, συμμετοχή στη ζωή. Οι ποιητές οφείλουν να ρίχνουν τα νέα συνθήματα στο πλήθος και να χάνονται ύστερα και οι ίδιοι μέσα στο πλήθος που ήδη γίνεται ποιητικός λαός! Τι ωραία που τα λέω, ε; Χωρίς το μαζικό αντιπολεμικό κίνημα, τους μπητ, τους χίπηδες και τον αντεργκράουντ τύπο στις ΗΠΑ και διεθνώς, αμφιβάλλω αν θα έμπαιναν ποτέ οι Βιετκόνγκ στην Σαϊγκόν ταπεινώνοντας τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Απλά πράγματα!
Μας φαίνονται μεγάλοι γιατί είμαστε γονατιστοί, σκυφτοί μπρος τις οθόνες!
Όσο για το αν υπάρχουν δημιουργοί σήμερα, πώς το λες… Και βέβαια υπάρχουν. Όχι πολλοί ίσως αλλά αυτοί είναι ο ανθός των νέων ελληνικών και παγκόσμιων γραμμάτων και τεχνών! Εμείς είμαστε δηλαδή, δεν περιμένουμε από την φιλολογική κριτική και τις ακαδημίες να μας καταξιώσουν σαν τέτοιους. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ονόματα. Είμαστε άλλωστε κουκουλοφόροι, αλλά όλοι βάζουμε το λιθαράκι μας στην όλη υπόθεση.

Επίσης μελετούμε τους παλιούς, δεν τους περιφρονούμε αρκούμενοι σε μια αυτάρεσκη μπαχαλέ αυθάδεια που στο φινάλε γίνεται απογοήτευση. Μελετούμε τους νταντά φέρ’ ειπείν, μελετούμε τον Νίκο Καρούζο: θα ’θελα λίγο δυναμίτη θα ’θελα μιαν έκρηξη που να σκορπίσει το χειρότερο θάνατο στα βολέματά σας.



 Μούζικα: Doors, Break on trough, live




 Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική αναρχική επιθεώρηση Animus Necandi, 10 Αυγ. '19 ( ΕΔΩ )








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου