Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Μεταξουργείο


το μετρο


Στα ρεπό τους
τα «δουλικά»
(βουλγάρες, ρωσσίδες κλπ.)
ανταμώνουνε πάντα
στο ίδιο παγκάκι
σ’ αυτήν εδώ την πλατεΐτσα
καπνίζουνε ασταμάτητα
και τα λένε τα λένε
και καπνίζουνε
και κουνάνε τα
πόδια τους νευρικά –
κι’ αυτό είναι

– αυτό! –

το μέτρο των στίχων μου.


μεταξουργειο


Εδώ η γειτόνισσα βήχει ασταμάτητα.
Είναι Βουλγάρα, γι’ αυτό βήχει.
Πολύ με στενοχωρούν οι άνθρωποι που βήχουν.
Είναι άδικο που βήχουν μόνο οι φτωχοί.
Θα της έκανε καλό πιστεύω ένα τσάι ζεστό.
Ακόμα καλύτερα ένα ταξιδάκι στις Μπαχάμες, ή στις Άλπεις
καλύτερα στις Άλπεις που είναι ξηρό το κλίμα.
Τέλος πάντων:
Ό,τι μας πει ο γιατρός, δεν είμαστε γιατροί εμείς.


*


Σημειώσεις:
Το «Μέτρο» πρέπει να γράφτηκε στην Αμαλιάδα, τότε που ζούσα στην Αμαλιάδα – τις θυμάμαι τις κοπελιές, έχω την εικόνα στα μάτια μου. Το ποίημα συμπεριλήφθηκε σε κάποιο από τα αυτοσχέδια ποιητικά φυλλάδια που βγάζω κατά καιρούς σε ελάχιστα αντίτυπα και μοιράζω σε φίλους. Το είχα σχεδόν ξεχάσει, μα δημοσίευσε ο Σπύρος ο Θεριανός μια παρουσίασή μου στο Φρέαρ, οπού το συμπεριλαμβάνει κι’ αυτό. Συγκινήθηκα.
Το «Μεταξουργείο»: Καλή φάση! Στην μικρή ας την πούμε πολυκατοικία της Θερμοπυλών 65, εκεί εγκαταστάθηκα όταν γύρισα στην Αθήνα μετά το χωρισμό με την Όλγα. Οι συγκάτοικοί μου ήσαν όλοι ξένοι, μετανάστες από Βαλκάνια κυρίως, Πακιστάν κλπ. Και κάποιοι Τσιγγάνοι επίσης, από Θράκη.
(Πριν καμμιά βδομάδα έμαθα ότι ένας απ’ αυτούς, ο Αχμέτ πέθανε – από καρκίνο. Τρία ορφανά άφισε, 40 χρονών λεβέντης… Άει γαμήσου Χάρε! Αφίνεις τους μαλάκες να ζουν και παίρνεις ποιον, τον Αχμέτ…)
Η «γειτόνισσα που βήχει», την λέγαμε όλοι Μαρία αλλ’ αλλιώς την λέγαν, δεν θυμάμαι. Το ξέρω διότι μεσολάβησα για να βγάλει χαρτιά. Αυτή δούλευε στα μπαρ.
Οι άλλοι Βούλγαροι είχαν πιο αξιοπρεπείς δουλειές, οικιακοί/-κές κυρίως βοηθοί, λάντζα σε μαγέρικα, αποκλειστικές…
Ένας άλλος Βούλγαρος, τον λέγαμε Φώτη, είχε κάτι τραβήγματα με την Ελληνική Αστυνομία. Μια μέρα μας λέει ότι φεύγει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Μου άφισε το ντιβάνι του και το στρώμα του, διότι μέχρι εκείνη την στιγμή εγώ κοιμόμουν στα σανίδια – σ’ ένα στρώμα αυτοσχέδιο που είχα φτιάξει με τα χαρτόκουτα με τα οποία μετέφερα τα βιβλία μου από την Αμαλιάδα στην Αθήνα.
Κατά βάσιν βιβλία έφερα τότες μαζί μου, λίγα ρούχα κι’ έναν μικρό καθρέφτη της γιαγιάς μου, τον οποίο τον είχε φέρει κι’ εκείνη με την σειρά της από την Σμύρνη το ’22.
Είχα φέρει πολλά βιβλία, που δεν ήξερα τί να τα κάνω. Τα χάρισα σε φίλους (αρκετά, όχι όλα).
Μια μέρα, μου χτυπάει μια άλλη γειτόνισσα την πόρτα, Βουλγάρα κι’ αυτή, η Αλμπένα. Μου επέστρεψε το 5ευρω που είχα δανείσει στον γυιό της για να πάρει τσιγάρα. Η αλήθεια είναι ότι του είχα ξαναδανείσει, αλλά μάλλον δεν ενημέρωσε την μάνα του ο μάγκας. Μου δίνει λοιπόν η Αλμπένα το 5ευρω και με το βλέμμα της εξετάζει το δωμάτιό μου.
– Ωραία! της κάνω
– Ναι, μου κάνει η Αλμπένα, κύριε Θόδωρα, καιρό ήθελα να σας το πω. Εσείς είστε καλός άνθρωπος, σαν εμάς είστε και σεις μόνο λίγο παράξενος… Πολλά βιβλία! Αν επιτρέπετε, τί τα θέλετε τόσα βιβλία;
Πολύ μ’ άρεσε αυτό που είπε η Αλμπένα, όχι για τα βιβλία, το άλλο.






Φωτο: Την φωτογραφία την αλίευσα από το διαδίκτυο, δείχνει Βουλγάρες που διασκεδάζουν, μεσημέρι Κυριακής σ’ ένα μαγαζί-στέκι τους κάπου στην Αγ. Κωνσταντίνου. 
(Τα δυο από τα τέσσερα εικονιζόμενα πρόσωπα τα θυμάμαι, ερχόντουσαν επίσκεψη σε δικούς τους στην πολυκατοικία μας… Είχα και πρόσκληση, να πάω να διασκεδάσω μαζί τους αλλά δεν πήγα ποτέ…)






Το κείμενο του Σπύρου στο Φρέαρ:
http://frear.gr/?p=22880&fbclid=IwAR2K3TWyGa3ncS07PEoJBYOyY5PlkkhFiGsrsiqaHcp__AK_rNLme6swHrQ 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου