Πιτσιρικάς, στη
γειτονιά μου υπήρχαν κάμποσα γκρουπάκια ερασιτεχνικά. Πέρναγα απέξω απ’ το
σπίτι των Δεναξάδων, στο ισόγειο ήταν κάτι μαλλιάδες που μαζευόντουσαν και
παίζαν. Κι’ αρμόνιο είχαν κι’ απ’ όλα. Καμμιά φορά αφίναν τα παντζούρια
ανοιχτά. Η καλύτερή μου! Καθόμουν και τους χάζευα, διακριτικά αλλά με θαυμασμό
κι’ ενδιαφέρον μεγάλο...
Γουστάριζα, πώς
το λένε.
Μια μέρα βγήκε ο
οργανίστας στο παράθυρο, μ’ είδε, με χαιρετάει. Πώς σε λένε μικρέ; Του λέω. Σ’
αρέσει η μουσική; Ναι. Τί μουσική ακούς;
Σούζι Κουάτρο,
του λέω.
(12-13 χρονών να ’μουν,
αυτή μ’ άρεζε, φόραγα μάλιστα και κάτι ψευτοπέτσινα για να της αρέσω κι’ εγώ!)
Σοβαρά; μου λέει.
Κάτσε, μου λέει, άκου την Σούζι Τσίνκουε!
Δεν το ’πιασα το
αστείο, αν υπάρχει αστείο. Ένα-δύο-και-πάμε. Παίζουν για πάρτη μου οι μόρτες.
Είχαν και μια κοπελιά στα φωνητικά. Δεν το είχα καταλάβει μέχρι τότε.
(Δεν θα το έλεγα
ευτυχία, ήταν κάτι παραπάνω από ευτυχία: ήταν αποκάλυψη! παραπάνω κι’ απ’ του
Ιωάννου να πούμε! ήταν Πόρφυρας:
Κι’ εγνώρισεν ο
νιος τον εαυτό του!)
Νομίζω δεν τους
ξαναπέτυχα με ανοιχτά παράθυρα, και κάποια στιγμή χαθήκαν απ’ τη γειτονιά. Ίσως
πήγαν φαντάροι τ’ αγόρια και το διαλύσαν. Η μοίρα πλείστων όσων νεανικών
γκρουπ. Ίσως απλώς φύγαν απ’ το σπίτι των Δεναξάδων.
Πρόλαβαν ωστόσο
να σημαδέψουν έναν νεολαίο.
Ίσως θα ’πρεπε
καλύτερα να πω: έναν ανήσυχο νεολαίο. Τα ’θελε κι’ εμέ ο κωλαράκος μου.
Υ σ τ ε ρ ό γ ρ α
φ α :
Βασικά, είδα και σήμερα
στο φέϊσμπουκ πολλά και διάφορα – καλλιτεχνικά, πολιτικά, άσχετα...
Αναρωτήθηκα κάποια στιγμή, πώς το βλέπει το εν λόγω μέσο καθένας. Κάποιοι
τόχουν πει καφενείο, αλλά τί καφενείο χωρίς τάβλι, καφέ ή ούζο;
Άλλοι σαλόνι ή
μπαλκόνι, γιατί όχι;
Γειτονιά.
(Και τα μπλογκ, κάτι
αντίστοιχο υποθέτω…)
Για του λόγου μου
σκέφτομαι: παράθυρο! Ένα παράθυρο ανοιχτό, ενώ προβάρω εγώ τα δικά μου.
Εγώ κι’ οι φίλοι
μου, που έρχονται να τζαμάρουμε παρέα.
Εγώ είμαι ένα ροκ
γκρουπάκι (ερασιτεχνικό) σαν τα παιδιά της ιστορίας μας.
Η Μαρ. προφανώς
είναι η δικιά μου Σούζι Τσίνκουε!
Γαμώ την τρέλλα
μου, ωραίες ιδέες έχω απόψε!
(Άραγε...
γοητεύω, ή μάλλον όχι γοητεύω... παίρνω άραγε στο λαιμό μου κάναν ανήσυχο
νεολαίο κι’ εγώ; Χμ! Μακάρι!)
(*) Εγώ τότε
έμενα στην Γκράβα, Κιθαιρώνος 81, των Δεναξάδων λογικά θα ήταν το 77 – δεν
υπήρχε 79, ήταν βράχος... Κάποια στιγμή μάλιστα τον γκρεμίσανε το βράχο για να
ενωθεί η πάνω Κιθαιρώνος με την κάτω Κιθαιρώνος. Πρέπει να υπήρχε σπηλιά,
βρίσκαμε κομμάτια με σταλαγμίτες.
(*) Στη φωτό, πάνω: ένα δικό μας ερασιτεχνικό-συνοικιακό γκρουπάκι, τέλη δεκ.'70.
Εκτός από "τα δικά μας" που λέω στα υστερόγραφα, μ' αρέσει επίσης να γράφω διασκευές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί μανία οι ποιητές να γράφουν μόνο δικά τους ποιήματα! Ή οι μεταφραστές ξερωγώ να μεταφράζουν "σωστά"... Για μένα, ένα από τα καλύτερά μου είναι ας πούμε το Supergirl κι' ας μην είναι δικό μου!
Για διασκευές, βλ. την ετικέττα "Μεταφράσεις (και καλά)". Έχω επίσης μεταφράσει/διασκευάσει και ελληνικά, π.χ. το Δεν είμαστε ποιητές του Σαραντάρη...