Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Άρτι σκάσας απ' τ' αυγό μου



- μερικά νεανικά χειρόγραφα και μια συνάντηση με τον Θωμά Γκόρπα -





ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΠ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΩΡΑ
( Ποίημα be-bop-a-lula / περιμένοντας την Μαιρούλα )

Φάε την μπανάνα σου μωρό μου
δώσ μου ένα μήλο
φάε την μπανάνα σου
ξύσε τη μύτη σου μωρό μου

Κλείσ’ το παράθυρο μωρό μου
                                έχει ψύχρα
κλείσ’ το παράθυρο
κλείσε το τζάμι κι’ έλα στη φωτιά

Θα φτιάξω τσάϊ, έξω χιονίζει
                                έξω χιονίζει
Θα φτιάξω τσάϊ
κλείσ’ το παράθυρο μωρό μου

Θα στρώσω το ντιβάνι μωρό μου
                                να κοιμηθείς
νυσταγμένο μου πουλάκι
να κοιμηθείς πιωμένο μου σπουργιτάκι

Έλα στην αγκαλιά μου μωρό μου
                                έξω χιονίζει
τη κουκουνάρα ανάβω
έλα στην αγκαλιά μου μωρό μου

Βάζω στο πικάπ μωρό μου
                                τ’ αγαπημένο σου τραγούδι
βάζω στο πικάπ
έλα στην αγκαλιά μου μωρό μου

Φίλα μου τα παιδιά μωρό μου
                                την μανούλα
την Αντωνία, τον Αντώνη
φίλα μου τα παιδιά μωρό μου

Διαβάζω τώρα το ποίημα αυτό ανάποδα
αρχίζοντας απ’ το τέλος
σκίσε το εισιτήριό σου μωρό μου.





 


 


Διάφορα νεανικά μου δακτυλόγραφα (1980-82)
- κλικ στις φωτό, αν θέτε μπορείτε και να τα διαβάσετε -


*

Γκόρπας


Δεν τον ξέρεις; Πάνε μάθε τον!
(κάπως έτσι - Μάριος Χάκκας)

Την έχω θαρρώ ξαναπεί αυτή την ιστορία, αλλά μ’ αρέσει να την αφηγιέμαι. Συχνά άλλωστε σε διάφορες συζητήσεις μας αναφέρεται το όνομα του Θωμά Γκόρπα. Κι’ ειρήσθω εν παρόδω, σε μια κριτική για τα Μαύρα Μάτια μου, την ποιητική συλλογή του ’06, ο Κώστας Κρεμμύδας με σκιτσάρει έτσι: κάτι ανάμεσα Θωμά Γκόρπα και τον δικό μας τον Αλέξανδρο Αραμπατζή.
(Να θυμηθώ να μεταφέρω σε τούτ’ το μπλογκ την κριτική του Κρεμμύδα από το περ. Μανδραγόρα).

Λοιπόν, τον Γκόρπα εγώ μια φορά τον συνάντησα όλη κι’ όλη στη ζωή μου, σε μια έκθεση βιβλίου στην Κηφισιά το ’80 τόσο. Δεν κατάλαβα ποιος ήταν. Μου το είπε μετά ο μακαρίτης ο φίλος μου ο Μπόλοξ, που μαζί είχαμε πάει στην έκθεση κι’ ελαφρώς μαστουρωμένοι. Πιάσαμε κουβεντούλα πολύ ποιητική, δεν θυμάμαι τί είπαμε, μόνο πως είχα εντυπωσιαστεί. Του έδειξα κάποια ποιήματά μου, που τα κουβάλαγα συνέχεια μαζί στο ταγάρι μου, γυρνάγαμε με ταγάρια τότε. Τους έριξε μια ματιά, χαμογέλασε, το θυμάμαι το χαμόγελό του. Μου είπε, πάρε αυτό να διαβάσεις προτείνοντάς μου τους Τεχνητούς Παραδείσους.
Του λέω, δεν έχουμε λεφτά.
Μου λέει, δεν πειράζει πάρ’ το.
Κάτι λίγα ψιλά είχα, του τα ’δωσα.
Επιστρέψαμε από την Κηφισιά στα Εξάρχεια με τα πόδια. Καθ’ οδόν μου είπε κι’ ο Μπόλοξ ποιος ήταν αυτός ο μυστήριος· δεν με πίστευε πως δεν τον αναγνώρισα.
(Αν και γειτόνοι στα Εξάρχεια εκείνη την εποχή δεν έτυχε άλλοτε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας. Κρίμα. Ή και καλύτερα ίσως…)


Σημειωτέον: Τους ωραίους τότε τους λέγαμε μυστήριους! Ωραίους λέγαμε τους τρελλούς… Ωραίος ήταν ο Μπόλοξ, ο Γκόρπας ήταν μυστήριος…






Μουσικούλα: Be-Bop-A-Lula, απ' τα Blousons Noirs.
(Μπορεί να βαράν στου Καραγκιόζη το γάμο αλλά το λέει η καρδιά τους!)





Ένα ακόμα νεανικό, εδώ:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου