ηλεκτρικη τσιγγανα (1981-1991)
Ένα κονιάκ, γιατρέ, διπλό να ’ρθω στα ίσια μου
Εδώ οι λούστροι μ’ ευλογάνε
Τ’ αφεντικό μου μου γυαλίζει τα παπούτσια
Όμως οι μπάτσοι είναι μπάτσοι δεν τους εμπιστεύομαι για
ξούρισμα
Ένα κορίτσι κουβαλώ στους ώμους μου
Τσιγγάνα! Αληθινή τσιγγάνα απ’ αυτές που ενέπνευσαν
έναν Πούσκιν, έναν Ρισπέν, έναν Λόρκα
Μόνο που η δικιά μου φοράει τζην μπουφάν και μίνι
Ε, και;
Τρώει τυρόπιττα
Θέλει να χορέψει τραβάμε σ’ ένα τζαζ κλουμπ που ξέρει
εδώ κοντά στου διαβόλου τη μάνα
Δυο βδομαδιάτικα τα τρώμε μέσα σ’ ένα βράδυ
Το ξημέρωμα μας βρίσκει στου κόσμου την ταράτσα
Κάνοντας όνειρα μικροαστικά όπως όλοι οι ερωτευμένοι
Καπνίζοντας μισό-μισό το τελευταίο τσιγάρο
Και γελώντας
Ύστερα φεύγουμε ― εγώ για τη δουλειά
Κι’ ἡ τσιγγάνα μου πετώντας προς άγνωστη κατεύθυνση…
11 & 11 ακριβως
Κάπου σ’ αυτή την πόλη
αυτή την ώρα
κάποιος παίζει σαξόφωνο
κάποιος ακουμπά στο τραπέζι τους αγκώνες του
κάποιος βάζει τρικλοποδιά σε κάποιον άλλον
κάποιος το ρολόϊ του κυττάζει
αυτή την ώρα
κάποιος ξαπλάρει στο ντιβάνι του αποκάτω
κάποιος ξύνεται
κάποιος πριονίζει την σύζυγό του
κάποιος ψάχνει για φαρμακείο διανυκτερεύον
αυτή την ώρα
κάποιος βγαίνει στο πεζοδρόμιο ντυμένος γυναικεία
κάποιος γυρνά βαστώντας το κεφάλι του υπομάλης
κάποιος έχει κρεμαστεί από τ’ αστέρια
κάποιος φτύνει τ’ αρχίδια του
κάποιος καντήλια κατεβάζει
αυτή την ώρα
κάποιος ανάβει ένα σπίρτο
κάποιας το πρόσωπο φωτίζεται απ’ το σπίρτο
και κάποιος παίζει το σαξόφωνο…
πλατεια “το ονειρο”
Κορίτσι ολόδροσο
μισόγυμνο (μικρή γοργόνα)
πλατσουρίζει στο σιντριβάνι στη πλατεΐτσα
Φεγγάρι ολόγιομο
στο δέντρο σκαρφαλωμένο την γλυκοθωρεί
Πουλί νυχτοπούλι
στο νώμο της
τ’ αφτί της τσιμπάει
και τον σβέρκο
Το κορίτσι γελάει
χι-χι-χι γαργαλιέται
αλήθεια
το διώχνει
φεύγει το πουλί
Το φεγγάρι παρ’ ολίγο να πέσει
απ’ το κλαδί του
Στραβομάρα! κάνει στο πουλί το φεγγάρι
Το πουλί γυρνάει στο κορίτσι
επιμένει
να την πειράζει
Χι-χι-χι το κορίτσι
(είπαμε γαργαλιέται)
Το φεγγάρι
θωρεί (φωτίζει)
τα παιχνίδια του πουλιού και τ’ αγάλματος
στο σιντριβάνι
. . .
Λίγο παρέκει
Οι πρεζάκηδες μαζευόνται
γύρω από τον άνθρωπό τους –
να
«γίνουνε».
νταλκαδες και μερακια
Γράφω:
για να ζήσω γράφω·
για το ψωμί της φαμελιάς
κι’ αυτό που λέγαν
οι παλιοί φιλότιμο
Γράφω:
για το κέφι της παρέας, στην ταβέρνα
διότι… έτσι τη βρίσκουμε εμείς
με ποίηματα και
γυναίκες και πιοτί
Refrain
Είναι η ποίησις παρηγοριά και διασκέδαση (Ν. Εγγονόπουλος)
Κι’ είναι οι όρχεις της ψυχής μας (Ν. Κάλας)
γιάλλα
!
Κι’ είναι οι όρχεις μας–ορχήστρα
κι’ ωωωώχ, να καούν τα κάρβουνα !
Γράφω:
για την κυρά μου – μια καντάδα
για να με λυπηθεί
να μην απ’ όξω με κλειδώσει
σουρωμένον άνθρωπο
στην παγωνιά οληνύχτα
στο σκαλοπάτι της
Refrain
Είναι η ποίησις… κ.τ.λ.
κι’ ωωωώχ, να πεθάνει ὁ χάρος !
Refrain 2
Μέσα στον κόσμο αυτό
τον μικρό… τον
μέγα…
Μέσα στον κόσμο αυτό
τον ντουνιά τον
ψεύτη…
Άμα δεν έγραφα ― ωχ, αμάν ― τί θα ’καμα ο καϋμένος
Πουλάκης που δεν κελαϊδεί… Βρυσούλας που δεν τρέχει…
το βαλς των πυγολαμπιδων
Τοκ! Τοκ! Την πόρτα
χτυπούν του παρθεναγωγείου
Ανοίγει η αδελφή *******
κι’ είναι κανείς
είναι
μόν’ ο άνεμος
ένας εύθυμος άνεμος
ένας άνεμος σουρωμένος (αλαφρώς)
ένας
άνεμος μουρλοπαντιέρας
ένας
άνεμος leggero
άνεμος birbante
άνεμος τσιριμπίμ-τσιριμπόμ
ένας
άνεμος ξεκούμπωτος
άνεμος ξεσκούφωτος
ένας
άνεμος άνεμος
καψούρης
ένας
άνεμος τσίτσιδος (απ’ τη μέση και κάτω)
( φορεί μονάχα την πουκαμίσα του )
ένας
άνεμος εμπειρίκειος
άνεμος θείος, βαρβάτος
ένας
άνεμος χαμούριος
χούφτων
γραπόντες
και κουτουπόντες
ένας
άνεμος
σορόπιας γλυκύτατος
εαρινός
ένας
άνεμος βαλσαδόρος
οπού
τις
παρθένες αρπάει
μια - μια κι’ όλες μαζύ
τις χορεύει και / τράλα, λα τραλαλά / κάνει
το παρθεναγωγείο χαρά / καθώς πέρνονται οι παρθενιές
στα ουράνια
υψώνονται
βογκητά κι’ αναστεναγμοί
και χα, χα, χάχανα
ωωωωωχ!
αχ!
αχααχααάχ!
ωσαννά..!
κι’ ένα σμάρι πυγολαμπίδες!
περιοδεια στην επαρχια
Ετούτο μόν’ έχω να πω:
Ξυπνήσαν τα κορόϊδα
Η παλιοβαλίτζα μου κανέναν πια δεν ξεγελάει
Δεν είμαι εμπορικός αντιπρόσωπος εξ Αθηνών δεν είμαι
επενδυτής
Ούτε βεβαίως υπουργός
Δεν είμαι βόας δεν είμαι κροταλίας
Με δουν, βγάλαν κιόλας τα δίκαννα απάνω μου τα στρέφουν
Άστε οι γυναίκες τους
κι’ οι θυγατέρες τους
Βλαχαδερά;
Αμ’ δε;! Νεράκι απ’ τη πηγή καμμιά τους δεν μου φέρνει
κι’ ας κείτομαι ετοιμοθάνατος
Αχόρταγες όλες τους για σεξ, (αυτές ιδίως των
πολιτιστικών συλλόγων)
Μια γλύκα ωστόσο, όλες τους!
ιδέστε τες –
Κάτω απ’ τη στύση μου μαζεμένες σάμπως να ’ταν το πλατάνι
του χωριού...
το κτηνος
(ετυμολογία:) Αγάπη < I – Go - Ape
Νάτος
ο ουραγκοτάγκος
ο Τζακ
(Τζακ, εκ του Θεόδωρος!)
ο ουραγκοτάγκος άρτι αφιχθείς εκ Μπορνέο
ο ουραγκοτάγκος στα καλά σαλόνια σας
ο ουραγκοτάγκος για γέλια φυσικά
ο ουραγκοτάγκος ενδεδυμένος γκραν με ημίψηλο και
ρεντιγκότα μπαλωμένη
ο ουραγκοτάγκος με άνθος σκόρδου τροπικού στη μπουτονιέρα
ο ουραγκοτάγκος που τσιμπάει τα οπίσθια των κυριών σας
ο ουραγκοτάγκος που θεωρεί την καρέκλα εφεύρεση διαβολική
ο ουραγκοτάγκος που κοπανάει σαμπάνια
ο ουραγκοτάγκος που ανταποδίδει τα φιλικά χτυπήματα των
τζέντλεμεν στον ώμο μ’ – ωωωχ! – σκουντιές στα ψαχνά
ο ουραγκοτάγκος που σας στέλνει στη γωνία για να δείτε αν
έρχεται
ο ουραγκοτάγκος που καυλώνει σα κηπουρός ακούγοντας τις
άριες της Κάλλας
ο ουραγκοτάγκος με τις κυρίες σας στα γόνατά του
καθισμένες
ο ουραγκοτάγκος που ανοίγει κι’ άλλη μια σαμπάνια.
η κρεβατοκαμαρα της ναντιας
Λένε στη Νάπολη:
το σεξ είναι η όπερα της φτωχολογιάς.
Κι’ η Νάντια – ω Νάντια! – είναι η μεγάλη μας ντίβα
η δικιά μας Κάλλας
μόνο λίγο πιο πολύ χοντρή και πιο «χοτ»
ναι, και με μύτη γαλλικιά
ναι, και με περπατησιά πεθεράς ναπολιτάνας
– ω Νάντια! –
μ’ ένα τριαντάφυλλο στα μαλλιά
και παρφουμαρισμένη με σκόρδο
– ω Νάντια! –
παίρνει τον ανδρισμό σου
στην κοιλιά της μαχαίρι αφρικάνικο καρφώνει
– ω Νάντια! –
η καριόλα σείεται
η πριμαντόνα ξεφωνίζει την περίφημη άρια
– ω Νάντια! –
καιπέφτουνντουβάριαγυαλιάσπάζουνβραχυκυκλώνουνκαλώδια
Στη γειτονιά μας βρέχει xρυσόψαρα!
ο λακκος
Τί θένε πάνω από τον λάκκο μου όλοι ετούτοι
οι ψευτοτεθλιμμένοι
κι’ οι κρώζοντες κι’ οι ογκανίζοντες κι’ οι βελάζοντες
κι’ οι φλυαρούντες κι’ οι τυρβάζοντες κι’ οι φληναφούντες
κι’ οι παπαρδέλες κι’ οι πόρδοι
κι’ οι κικιρίκοι
κι’ οι σκούζοντες κι’ οι σπρώχνοντες
κι’ οι ντεμέκ κι’ οι τζάμπα φίλοι κι’ οι σκύλοι
κι’ οι ξερογλειφόμενοι της μούσας μου μνηστήρες και
κληρονόμοι του ταλέντου μου
κι’ οι έχοντες βάλει στο μάτι το καλό σακκάκι μου
κι’ οι κριτικοί
κι’ οι… κι’ οι… κι’ οι…
κι’ οι παπάδες τί διάολο θένε, βρε
γυναίκα,
να χαρείς,
πάρ’ τους από πάνω μου,
όλους,
ξεφορτώσου τους με τρόπο
μόνος να μείνω με την κουμπάρα
την Ψωροκώστενα
ρακή τ’ ανυπόκριτά της δάκρυα να με κερνά, κι’ εγώ να
πίνω...
το μπιτ του δρομου
Έτσι!
ντιρ μπουλ στσιλ
Έτσι είναι φίλε μου:
ουμπεστσουρ
Οι γραφειοκράτες
δεν
γουστάρουν την τζαζ
σκουμ
τζιν ντανγκ ! τζιν τζακ ντινγκ !
την μισούνε
την τζαζ
βι σο μπου
ντανταμπανταμμπουμτρουμπετ
μπομ! μπομ! μπομ!
την φοβούνται
την τζαζ
ρ λ εζ
τακ τακ –
свобода! ρρρρομ ταρρρατα τζιμ τζαμ τζουμ.
ναυαγος
στη
νησιδα της κεντρικης λεωφορου
Αυτοκίνητα πάνε κι’ έρχονται σα τα κύματα
Στο καμάκι μου σπαρταράει η σημερινή σωφερίνα
Στις πικροδάφνες την αιώρα μου έστησα
Την Βίβλο φυλλομετρώ κι’ αναστοχάζομαι της ζωής τα
νοήματα
Λέω ν’ αφίσω γένια
Στο εξής θα ξύνομαι όπως κι’ όποτε μου κάνει κέφι.
Στην άσφαλτο αποκάτω βρίσκεται η αρχέγονη παραλία.
Απ’ το ερημονήσι μου στην Κεντρική Λεωφόρο σας στέλνω χαιρετίσματα.
t.v. blues
Πόσες φορές δεν, πίσω στο καμαράκι μου γυρνώντας
αργά το βράδυ
πόσες φορές δεν, λέω, ή βγαίνοντας καμμιά βολτίτσα αργά
το βράδυ
σ' έρημους βρέθηκα να περπατάω δρόμους
μόνος
ψυχή τριγύρω
ούτε και ένδειξη καμμιά ζωής -
στα παράθυρα μόν' η ψυχρή μπλε λάμψη της t.v.
Αναστενάζω (δις)
Είμαι θλιμμένος, τόσο θλιμμένος
Έχω το t.v. blues, γι’ αυτό αναστενάζω κι’ είμαι
θλιμμένος.
Το δίχως άλλο, συλλογιέμαι, σε τούτ’ τα παράθυρα
κάποιοι θα ζούνε άνθρωποι
άντρες, που βγάνουν το ψωμί τους με ιδρώτα
γυναίκες, που με πόνο γεννάνε τα παιδιά τους
παιδιά
ίσως και γέροι
οικογένειες
αχ! πόσο θα ήθελα να ’χω κι’ εγώ μια οικογένεια
μικρές χαρές μεγάλες έγνοιες πελώρια πλήξη –
βυθισμένος στην ψυχρή μπλε λάμψη της t.v.
Αναστενάζω... (δις
κ.τ.λ.)
Έτσι μούρχεται μια πόρτα να χτυπήσω τώρα
στην τύχη μία πόρτα
ποτέ δεν μ’ άρεζαν οι διακρίσεις
οι άνθρωποι, όλοι είναι καλοί και όλοι το ξέρω
θα μου ανοίγαν
θα με περνάγαν μέσα
θα μου δίναν να φάω να πιω
θα με καθίζαν έπειτα στον καναπέ μαζί τους
να παρακολουθήσω το σόου στην t.v.
(ανυπερθέτως!)
μόνο που είν’ η ώρα περασμένη κι’ έχει το σόου αρχίσει
εδώ και ώρα
κανείς τώρα δεν πρόκειται να σηκωθεί για να μου ανοίξει
αμφιβάλλω κι' αν ακούει που χτυπάω την πόρτα –
βυθισμένος στην ψυχρή μπλε λάμψη της t.v.
Αναστενάζω... (δις
κ.τ.λ.)
Αχ! πόσο θάθελα κι’ εγώ μια-δυο ωρίτσες μόνον έστω
να ζήσω σαν άνθρωπος νορμάλ
(βυθισμένος στην ψυχρή μπλε λάμψη της t.v.)
μόνο
κάποιος ας μου άνοιγε
κάποιος ας μου άνοιγε μονάχα
κάποιος την πόρτα του ας μου άνοιγε έστω
μόνο και μόνο
για ναν του πω:
– Άντε γαμήσου κι’ εσύ κι’ ο... γρύλλος σου!
ζητω που καηκαμε!
Στον ύπνο μου μέσα
ακούω
τα βήματά σου στη σκάλα.
Εύχομαι
να μην είσαι εσύ:
Ο γαλατάς να ’ναι
Ή να ’ναι ο ταχυδρόμος
ο επονομαζόμενος «Χάρος»
Να ’ναι τ’ αφεντικό, που δεν πήγα στη δουλειά
κι’ ανησύχησε κι’ είπε να περάσει αποδώ να παίξομε ντάμα
Ακόμα καλύτερα:
Να ’ναι τίποτε Μάρτυρες του Ιεχωβά
ή κανένας πλασιέ μ’ ωραία βιβλιαράκια για τη συντέλεια
του κόσμου...
___
4) Ζήτω που καήκαμε: το λέω ημιτελές, παρωδία προφανώς ενός ερωτικού του Γρηγόρη
Σακαλή του "Ινδιάνου" – στον οποίον και τ’ αφιερώνω ειρήσθω εν παρόδω.
5) Το Τ.V. Blues, ποίημα δημοσιευθέν προ 20ετίας εις το καλόν εφημεριδάκιον "Κονσερβοκούτι"
(*) Χάρος συμβασιούχος: Αναφορά σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο
του Αθανάσιου Δρατζίδη περί Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου