Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Πασπόρτ



Εγώ, ποιητής.
Τι πά να πει ποιητής;
Μπασιάκ κυριλέ. Ο Μπασιάκ απαντάει: – Δεν ξέρω!
Μαύρη πέτρα στο δάχτυλο / Σακάκι γκραν / Γυαλάκια / Μουστάκια / Στο πέτο λουλουδικό / Η κάλτσα τρύπια / Οι τσέπες γεμάτες στίχοι / Το σακίδιο του γυριστή στον ώμο, γεμάτο στίχοι.
Κουτσαίνοντας πάω, με μιαν νόστιμη στο πλάϊ μου, ματάρες αιγυπτιακές, κουτσή κι’ αυτή.
Ποιητής: εννοούμε συνήθως κάποιον που γράφει στίχους, δημοσιεύει στα σχετικά περιοδικά, βγάζει βιβλία κ.ο.κ. Ταυτίζομε δηλ. τους ποιητάς με το επάγγελμα (τέχνη) που παραδοσιακώς ασκούσαν – και ασκούν.
Ποιητής, εν τούτοις, κάτι περισσότερο απ’ αυτό.
Δεν είναι όλοι οι βιολιτζήδες γύφτοι (μολονότι οι τελευταίοι αυτοί είν’ οι πλέον ταλαντούχοι), ούτε όλοι οι γραφιάδες είναι ποιητές.
Ποιητής, μπορεί κι’ ένας που ποτές του δεν έγραψε τίποτα. (Μπορεί!)
Ποιητής, κάτι ανάλογο με το γύφτος!
Ποιητής να είσαι, όχι εύκολο: βάσανα πολλά, πείνα, κρύο, ρατσισμός ακόμα… Δεν τους βλέπει με καλό μάτι ο κόσμος τους ποιητάς.

Καλά δεν λέω, κύριε πόλισμαν;

…Καλά λέω.
Μα έχει και το γούστο του όμως: να είσαι ποιητής! να σε λεν ποιητή! να ζεις ωσάν ποιητής!




Ποίημα:

Όπως ο γύφτος 
με το ακκορντεόν:
έτσι πέρασα εγώ από τα γράμματα.

Όπως ο γύφτος 
– στο μπαλκόνι σου από κάτω –
με το ακκορντεόν του
με το ακκορντεόν 
με την καπελαδούρα του και με τις μουστάκες του
με το ακκορντεόν
με το λουλουδικό στο πέτο...


(*) Σ η μ ε ί ω σ η :  Το ποίημα διαβάζεται στο σκοπό του "Sous le ciel de Paris", των "Κυμάτων του Δουνάβεως" ή κάποιας άλλης γνωστής μελωδίας.

*

Φωτογραφίες: Ο Μπασιάκ κι’ οι φίλοι του... (πλατεία Παπαδιαμάντη, Ασπρόπυργος, Διδυμότειχο, Κασιδιάρης, συνοικία Παπακαυκά κλπ.)
Τις πιο πολλές τις τράβηξε ο φίλος μου ο Αντώνης, τη φωτογραφία του Αντώνη την τράβηξα εγώ.


 

 

  

  

 












Ο φίλος μου ο Αντουάν ή Ντόντος:



*

Ο Φιτσίρι

Ο Φιτσίρι μου ζήτησε να τον μάθω γράμματα. Τί τα θες τα γράμματα ρε μπαγάσα; τον ρωτάω. Για να κάνω το όνομα της Ρόζας τατουάζ! μου λέει.
(Η Ρόζα, ξέρετε, είναι η κόρη μου η μεγάλη).

Μετά πήγε σχολείο ο Φιτσίρι. Του έδινα όλα τα σχολικά είδη δωρεάν, τότε που είχα το μαγαζί, προίκα τρόπον τινά. Μια μέρα μου έφερε μια σακούλα πατάτες, γιατί στενοχωριότανε που δεν του έπαιρνα "λοβέ", λεφτά. Γυρνάω και τί βλέπω, στο μπράτσο του έγραφε "ΔΙΜΙΤΡΑ".

Απ
’ αυτόν και κάτι άλλους δικούς του (και άλλους) έμαθα και κάτι λίγα τσιγγάνικα γαλλικούλια, φέρ’ ειπείν: Με τε νταβ μπουλέ ε μιμιέσκι κάσα, παναπεί: να γαμήσω τον τάφο των Μ.Μ.Ε.





Φωτο: Εγώ, με τον ξανθό μου άγγελο, που λεν και οι εφημερίδες και με τον Φιτσιράκο








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου