Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Γενεαλογικά


Α΄


ΟΧΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΙΝΕΥΤΩ, εγώ είμεθα κύριος από πολύ σόϊ να πούμε. Οι Μπασιάκ με τ’ όνομα, ξέρετε. Μας γράφει και το Wiktionary:



босяк

Pronunciation[edit]

Noun[edit]

бося́к  (bosjákm anim (genitive босяка́nominative plural босяки́genitive plural босяко́в)
  1. hobotrampvagabond



           












Β΄


Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ.
Παππούς μου ήτο ο Βασίλειος Κόφφας εκ Καρδίτσης, τραπεζίτης, μεγαλοαστός, το Μέγαρο Κόφφα στη Σαλονίκη το έχετε υποθέτω υπ όψιν, δικό του, μπον βιβέρ εννοείται, είχε σχέση και με την Γκρέτα Γκάρμπο και σκόπευε μάλιστα να την παντρευτεί, όταν γνώρισε την γιαγιά Ντουντού που του ήφερε τα πάνω κάτω…
Αναρωτιέμαι, αν ο παππούς έπαιρνε την Γκρέτα, πόσο θα ήτο διαφορετικός ο ρους της ιστορίας! Ένας σπουδαίος αστροφυσικός θα είχε γεννηθεί αντ’ εμού!
(Διότι μόνον αστροφυσικός και μάλιστα σπουδαίος θα μπορούσε να είναι ο εγγονός του Βασιλείου Κόφφα και της Γκρέτα Γκάρμπο).
Μα ό,τι έγινε, έγινε. Κι’ αντ’ αυτού, εγεννήθη ένας  γαλανομάτης κλέφτης ρόδων και γλεντζές.

(Με βρίσκω, όντως, πολύ συμπαθητικό!)

*

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ δεν νομίζω ότι είχαμε στην οικογένεια. Μόνον τον Χαράλαμπο, ξάδελφο τ’ άλλου παππού μου, του Θόδωρη.
(Ο Θόδωρης, έφεδρος του ΕΛΑΣ, ανάπηρος των Βαλκανικών, κουτσός, οβίδα, βαρελοποιός και καροποιός το επάγγελμα, έπαιζε και λίγο μπουζουκάκι ειρήσθω εν παρόδω ξάπλα στην ντιβανοκασέλα περιμένοντας το πρόγραμμα στο Ράδιο-Μόσχα ή εναλλακτικά Ράδιο-Τίρανα...)
Ο Χαράλαμπος έπαιζε βιολί, στο χωριό – Καζακλάρι, σήμερα Αμπελώνας, νομός Λαρίσσης. Βιβάλντι έπαιζε ο Χαράλαμπος, όχι δημοτικά. Ξέρω ότι αγαπούσε κιόλας κάποιαν που δεν έπρεπε ν’ αγαπάει. Τον κλείσανε στο τρελλάδικο λοιπόν, στο Δρομοκαΐτειο. Εκεί έζησε όλα του τα χρόνια. Του πήγαινα τσιγάρα μέχρι πρότινος, το ’05 νομίζω πέθανε. Ήταν καλά, μπορούσε να φύγει αλλά αγαπούσε τους τρελλούς, δεν ήθελε να τους αποχωριστεί. Μου είχε συστήσει αρκετούς.

Απ’ τον Χαράλαμπο πρέπει να πήρα εγώ.

(Εννοείται, κι’ απ’ την παρ’ ολίγον γιαγιά μου, την Γκρέτα Γκάρμπο).

*

Η ΓΙΑΓΙΑ ΝΤΟΥΝΤΟΥ, Ντουντού εκ του Θεοδώρα, αχ τί γλυκειά που μου ’τανε.

«Ο πλουτών ελπίζοντας αποθνήσκει χέζοντας!»
«Ο μπασκίνας κι’ ο παπάς είναι σαν το κάρβουνο, αναμμένος καίει σβυστός λερώνει!»
Κάτι τέτοια μ’ ορμήνευε μικρούλης σαν ήμουν.

Σμυρνιά.

Λίγο μούτρο.
Με νανούριζε με την «Αντριάννα» (πάρε με Αντριάννα μου να σε βοηθώ στην πλύση...) και με την «Μπολσεβίκα» του Τούντα και της Ρόζας (εγώ είμαι η μπολσεβίκα με τ’ αλάνια θα γλεντώ...)



Η γιαγιά Γκρέτα και η γιαγιά Ντουντού.

Σημείωση: Στην φωτογραφία με τα μαξιλάρια και τα φυτά είναι η γιαγιά στα 30 τόσο της, ήτοι το ’30 τόσο. Θυελλώδης ερωτική ζωή ίσαμε τώρα/τότε, δυστυχώς όμως λίγες λεπτομέρειες πικάντικες γνωρίζω, ώσπου γνωρίζει τον παππού, ο οποίος έχει σχεδόν τα διπλά της χρόνια. Ο παππούς της άφισε χρόνους στα 40 τόσα της – και μια καλούτσικη κληρονομιά είν’ αλήθεια η οποία όμως «σκοτώθηκε» στα δύσκολα χρόνια, κατοχή, εμφύλιος, προκειμένου να μεγαλώσει την κόρη της κλπ. Καλό παιδί κι’ η κόρη της, η μάνα μου δηλ., στα 13-14 στα πάρτυ στην Παράγκα του γείτονά τους του Σίμου του υπαρξιστή...


Γ΄


Η ΜΑΡΟΥΣΑ. Η αγαπημένη μου Μαρούσα ήταν φιλενάδα της γιαγιάς μου της Θοδώρας, ρουμάνα, παλιά ακροβάτισσα στα τσίρκα. Ιστορία η Μαρούσα, όπως κι’ η Θοδώρα βέβαια. Μ’ έπαιρνε στα γόνατά της και μου τραγουδούσε ρώσικες ρομάντζες και λαουτάρικα...
4ετής ποιητής τότ’ εγώ, την άκουγα κι’ έλιωνα.
Σκέφτομαι:
Άραγε επιρρεπής γεννήθηκα στου έρωτα τους καϋμούς και μ’ άρεσαν τα τραγούδια της ή τα τραγούδια της μου μάθανε του έρωτα τους καϋμούς;

Πίνανε και τσιγάρα με την γιαγιά, τις φώναζε η μάνα μου να μην πίνουν...

Αργότερα έμαθα από τη μάνα μου πως η Μαρούσα με την Θοδώρα μοιράζονταν για κάποιο φεγγάρι το ίδιο δωμάτιο και τον ίδιο άντρα, αλλά δεν κατάλαβα ποτέ ποιος ήταν αυτός.
Ο άντρας της Μαρούσας, ένας συνάδελφός της, κλόουν στο ίδιο τσίρκο, ξέρω πως κατέληξε στις φυλακές του Τσαουσέσκου, άγνωστο για ποιο λόγο, αλλά αυτό προφανώς έγινε αργότερα.
Η συγκατοίκησή τους πρέπει νάταν μέσα δεκ.’50 (όταν δηλ. οι καλές μου ήταν σαρανταπεντάρες) και πιθανότατα στο Μεταξουργείο.
(Νάταν άραγες ο άντρας της Μαρούσας ο κοινός άντρας; Ιδού η απορία).

Στην ιστορία παίζει και μια κάποια Αντωνία, πιανίστα, την οποία πρόλαβα μάλιστα, την γνώρισα μικρός. Έμενε πλέον σ’ ένα υπόγειο, δεν ξέρω πού – παλιότερα ξέρω πως έμενε στο δωμάτιο κάτω απ’ της γιαγιάς στο Μεταξουργείο. Το υπόγειο μύριζε γριές αλλά πολύ ευχάριστα για μένα.
Έλεγε μια ιστορία η μάνα μου για την Αντωνία, που της κάναν παρατήρηση οι μπασκίνες για μια γλάστρα.
«– Την έχω για το άνθος!» τους απάντησε λέει η Αντωνία. Και δώσ’ του γέλια η μάνα.
Όταν λέμε πιανίστα εννοούμε βεβαίως κλασσική, Σοπέν, Μπαχ, τέτοια.






Η Μαρούσα. Στη φωτογραφία από πίσω γράφει: «ΜΕ ΠΟΛΗ ΑΓΑΠΙ ΣΕ ΠΕDΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΙΜΕΝΑ, ΕΤΣΗ ΙΜΟΝΑ ΟΠΟΤΕ ΕΦΙΓΑ. ΣΑΣ ΦΙΛΟ – Marusea, 1977».




Εγώ με τον παππού Θόδωρη και την κιθάρα μας.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου