Πάντα τέτοιες άγιες μέρες εγώ μνημονεύω ληστές τραπεζών.
Μνημονεύω Θεόδωρο Βερνάρδο, τον ληστή με τις γλαδιόλες, και
μνημονεύω Θεολόγο Ψαραδέλλη, ωραίο άνθρωπο κι’ ευγενή, με χαμόγελο γλυκύτατο, ο
οποίος έλαβε μέρος σε μια ληστεία τράπεζας μαζί με κάτι γνωστούς του, προκειμένου
να καταφέρει να επανεκδώσει την «Σοσιαλιστική ή Δημοκρατική Επανάσταση στην Ελλάδα»
του Παντελή Πουλιόπουλου.
Μνημονεύω τον «Μπάμια».
Μνημονεύω την Μπόνυ και τον Κλάϊντ.
Μνημονεύω την θρυλική Συμμορία Μπονό...
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΜΠΟΝΟ
Θυμάμαι, ήταν κάτι δικοί μας, Έλληνες, κάτι ανήσυχοι
νεολαίοι, χίππηδες, οπού φάγαν λάχανο τον Ζυλ Μπονό!
Στο Παρίσι, πράγματι, εν μέσω των αναταραχών του ’68,
γυριζότανε μια ταινία για τη θρυλική συμμορία των ιλλεγκαλιστών και ζητούσαν
κομπάρσους για να παίξουν τους μπάτσους. Έσπευσαν οι δικοί μας λοιπόν, τί να ’καναν,
άφραγκοι όπως ήσαν. Κουρεύτηκαν κιόλας βρίζοντας από μέσα τους κι’ έσπευσαν να
διεκπεραιώσουν τη βρωμοδουλειά.
Μετά, βεβαίως, ντουγρού πίσω στην «πλαζ», στις οδομαχίες,
στα κατειλημμένα Πανεπιστήμια και το επίσης κατειλημμένο Ελληνικό Περίπτερο.
Ένας απ’ τους λεβέντες μας ήταν ο Κώστας Φέρρης, ο γνωστός
κινηματογραφιστής, ένας άλλος ο Τέος Ρόμβος (ο οποίος έχει γράψει γι’ αυτά όλα
ένα ωραίο κείμενο στο Νέο Επίπεδο, μπορείτε να το διαβάσετε ICI, εδώ). Μπορεί να
ήταν κι’ ο Νίκος Θεοδοσίου, δεν θυμάμαι. Στην ταινία έπαιζε επίσης κομπάρσος κι’
ο Τίτος Πατρίκιος, ο ποιητής, που έκανε τον ζουάβο νομίζω...
Στο φοιτητικό μου δωμάτιο παλιά είχα μια αφίσσα με τον
Ζυλ Μπονό, πιστόλια, εφημερίδες κι’ αγάπη, έργο του αναρχικού ζωγράφου και
χαράκτη Φλάβιο Κοσταντίνι.
Είχα κι’ άλλες 2-3 του ιδίου, φερμένες απ’ την Ιταλία.
Δυστυχώς τις έχω χάσει όλες. Με παρηγορεί που παραμένω φοιτητής αιώνιος!
Δευτεροετής.
(Στο μεταξύ, σημειωτέον, κουρεύτηκα προχθές. Δεν πιστεύω να γυρίζεται
καμμιά ταινία με χίππηδες και να ζητάν κομπάρσους, γιατί θα βρίζω απ’ την
ανάποδη. Και δεν γίνονται και τίποτε ωραίες αναταραχές, ενώ θα ’πρεπε...)
Σημείωση: Δεν ξανακουρεύτηκα, το ανωτέρω κείμενο είναι του Μάη
που μας πέρασε κι’ απλώς το θυμήθηκα λόγω των ημερών και γι’ αυτό και το βάνω άλλωστε.
Τραγούδι: Τζο Ντασσέν, Η συμμορία Μπονό
ΑΝΑΡΧΙΑ, ΒΟΜΒΕΣ, ΛΗΣΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
(η τέχνη του Flavio Costantini)
Σημείωση: Τις δύο τελευταίες λιθογραφίες, όπως και αυτή με τον Ραβασόλ ξάπλα στο κρεβάτι με την εφημεριδούλα του και το πιστόλι πλάϊ του και το αμόρε του να σιάχνεται μετά τις ευτυχισμένες που ζήσαν τα πουλάκια μας πριν την κρεμάλα, τις είχα και στο φοιτητικό μου δωμάτιο - όπως φαίνεται κι’ από την κατωτέρω φωτό με τα συντροφάκια μου, τους Καννίβαλους της οδός Μασσαλίας...
Ο ΜΠΑΜΙΑΣ
Ο Μπάμιας λήστεψε μία τράπεζα. Τον κυνηγούσαν πολύ καιρό
στην ορεινή Κορινθία. Νομίζω πως κάποιους απ’ τους συντρόφους του τους φάγανε
λάχανο. Στο τέλος τον μάγκωσαν κι’ αυτόνε στα χιόνια. Τον πήγαν στο ΚΑΤ, του
κόψανε και τα δάχτυλα απ’ το πόδι ένεκα τα κρυοπαγήματα.
Εγώ ήξερα τον φίλο του, έναν συγχωριανό του, από την
Ροβιάτα Ηλείας, ο οποίος δούλευε παρκαδόρος σ’ ένα πάρκινγκ στην οδός Παλαμά.
Πήγε λοιπόν ο φίλος να δει τον Μπάμια στο ΚΑΤ. Ο μπάτσος
που τον φύλαγε κι’ έκοβε βόλτες στον διάδρομο εκείνη την ώρα τον σταματά. – Δεν
μπορείς να τον δεις, έχει παρέα!
– Τί παρέα;
– Τρυφερή, του κάνει ο μπάτσος.
Περιμένει λοιπόν ο φίλος μου μαζί με τον μπάτσο να χύσει
ο Μπάμιας για να επιστρέψει ο μπάτσος στα καθήκοντά του κι’ ο φίλος μου να δει
τον φιλαράκι του.
Ο Μπάμιας πολύ χάρηκε που τον είδε. Του λέει, – Πρέπει να
το γλεντήσουμε!
– Να το γλεντήσουμε ρε Μπάμια... Έχεις καμμιά ιδέα;
– Θα πάμε στα μπουζούκια!
Ο μπάτσος κύτταγε, ανήσυχος.
– Και πώς θα πάμε;
– Να πάμε με το περιπολικό.
– Όχι ρε παιδιά, ο μπάτσος, τί μαλακίες λέτε;
– Ρε φιλαράκι, εκεί στο πάρκινγκ δεν μου έλεγες για μια
γριά π’ αφίνει τ’ αμάξι της και το παίρνει μια φορά το μήνα κι’ αν...;
Ξυνότανε ο φίλος μου.
Ο μπάτσος, κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει.
– Τί λέτε ρε σεις... συνέλθετε... ένας αστυνόμος, ένας
υπόδικος κι’ ένας φίλος του θα πάμε στα μπουζούκια με κλεμμένο αυτοκίνητο;
– Δουλειά σου εσύ όργανο!
Έτσι έγινε.
Πήγαν στον Σφακιανάκη. Με το που είδαν τον Μπάμια οι
φουσκωτοί του μαγαζιού τόνε πήραν στα χέρια και τον οδήγησαν μαζί με την παρέα
του στο καλύτερο τραπέζι...
Ο μπατσάκος μας, τρισευτυχισμένος. Πρώτη του φορά κι’
ίσως και τελευταία σε σκυλάδικο πρώτο τραπέζι πίστα! Μεγαλεία!
Φωτό: Ο Μπασιάκ, τέλη δεκ.’80 κάπου στην Ορεινή Κορινθία,
με περιβολή λονδρέζου τροτσκιστή του ’60 – προκαταβολικό προσκύνημα στα μέρη οπού
δέσανε τον Μπάμια.
Σημειώστε: Το τζάκετ το είχα αγοράσει από την Αμερικάνικη Αγορά,
πάμφθηνα, είχε κι’ ένα μικρό σκίσιμο στον ώμο, τώρα δεν θυμάμαι πόσο ακριβώς
αλλά σε ευρώ μπορεί να ήταν και 1 ευρώ!
Η πωλήτρια μου είπε: Έχεις διαβάσει το τάδε βιβλίο (δεν
μπορώ να το θυμηθώ τώρα) της τάδε (μιας μαχητικής φεμινίστριας, όλοι το είχαμε
στην βιβλιοθήκη μας... Πατρίτσια την λέγαν την συγγραφέα; δεν μπορώ να θυμηθώ,
θυμάμαι μόνο ότι σε κάποιο κεφάλαιο είχε μότο τους στίχους των Βέλβετ: I'll be
your mirror / reflect what you are...) στο κεφάλαιο τάδε, λοιπόν μου λέει η
πωλήτρια, γράφει για τους Νέους Σοσιαλιστές που φορούσαν τέτοια τζάκετ!
– Τί μου είπες τώρα! της λέω, το πήρα!
Σ’ αυτές τις τσέπες χωράει κι’ ολόκληρη τρουμπέτα, όπως
λέει κι’ ο Ντον Τσέρρυ...
'Οχι πως ξέρω να παίζω τρουμπέτα...
Χωράν και βιβλία πάντως! Όχι βιβλία, λάθος! Βιβλιοθήκη
χωράει!
Μούζικα: Don Cherry, φυσικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου