(Κείμενο το οποίο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Λέκκα «Εξ
αδοκήτω»,
εκδ. Καζανάκι, 2018, στην Στέγη Bibliotheque, 21/12/2018)
εκδ. Καζανάκι, 2018, στην Στέγη Bibliotheque, 21/12/2018)
Επιτρέψτε
μου να ξεκινήσω με ένα δικό μου ιστορικό ούτως ειπείν ανέκδοτο:
Γύρω
στα 1983 έμενα σε ένα καμαράκι στο Μεταξουργείο, που τότε ήτανε μια γειτονιά με
λαϊκούς ανθρώπους και πολλά μπουρδέλα, δεν είχαν ανοίξει ακόμα καλλιτεχνικά
καφενεία και τέτοια. Μια στρωματσάδα χάμω, τραπέζι, καρέκλα, λάμπα, ένα γκαζάκι για να
ψήνω κάνα αυγό και μερικά βιβλία, όχι πολλά. Μια μέρα με επισκέφθηκε ο πατέρας
μου. Κύτταζε γύρω μ’ έναν τρόπο που αδυνατούσα να εννοήσω. Δεν του άρεσε
προφανώς. Ανέκαθεν είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις περί νοικοκυριού. Σε μια
στιγμή πιάνει ένα βιβλίο. Ρεμπώ: Μια Εποχή στην Κόλαση. Με κυττάει, τον
κυττάζω. Μου λέει: Γυιέ μου, πες μου, ειλικρινά, παίρνεις ναρκωτικά;
Κατάλαβα
λίγο αργότερα. Εκείνο τον καιρό παίζονταν στην τηλεόραση ένα σήριαλ πολύ
τολμηρό για την εποχή του κι’ αρκούντως ανησυχαστικό για τους φιλήσυχους
ανθρώπους, σαν τον πατέρα μου: Η Κάθοδος.
Ο
ήρωας του σήριαλ, που είχε μπλέξει με την πρέζα, έμενε σε ένα δωμάτιο
τάλε-κουάλε το δικό μου και διάβαζε και Ρεμπώ παρακαλώ!
Σας
λέω αυτή την δικιά μου ιστορία, διότι ο Λέκκας εμένα μου φέρνει τον Ρεμπώ στο
νου. Είναι και νέος, εγώ δεν τον κάνω πάνω από 16, άσχετα πόσο είναι
ληξιαρχικώς. Και κάπου μάλιστα σημείωσα αυθόρμητα πως τον θεωρώ ως τον πιο
γνήσιο εκφραστή της γενιάς μου, της ποιητικής αν θέτε γενιάς μου, που δεν
ορίζεται στην περίπτωσή μας με χρονολογικά κριτήρια κλπ. φιλολογικά…
Λοιπόν,
απ’ τη στιγμή που έλαβα το βιβλιαράκι του Λέκκα, (την γραφή του γενικώς βέβαια
την ξέρω και γουστάρω), κατέβασα αυθόρμητα απ’ την βιβλιοθήκη και τον Ρεμπώ,
την Εποχή στην Κόλαση, την έκδοση μάλιστα που είχα τότε και είδε ο πατέρας μου
– μετάφραση Νίκος Σπάνιας.
Φυλλομετρούσα
μια τον Νίκο τον Λέκκα μια τον Αρθούρο.
Σταματάω
σε αυτό που γράφει ο Σπάνιας στην εισαγωγή του:
«Voyou, voyeur, voyant, vagabond, velleitaire, voyageur.
Ο εκλεκτός έκλυτος, ο αθεράπευτος μπανιστιρτζής, ο
διάπυρος (διακεκαυμένος) οραματιστής, ο αλαλιασμένος αλήτης, ο διχασμένος
δράστης, ο κατατρεγμένος ταξιδευτής». – Ιδού ο Λέκκας μάγκες μου αυτοπροσώπως!
Και
γαμώ τα παιδιά δηλ.!
Διαβάζω
τον Λέκκα, το Εξ αδοκήτω του σαν μια
εποχή στην κόλαση σε συνέχειες.
Μια
ιστορία φυγής, μια ιστορία ρήξης και φυγής – Φυγάς θεόθεν και αλήτης, που λέει
κι’ ο μπάρμπα Εμπεδοκλής.
Υπάρχει
ένας πατέρας, που τον σκιτσάρει ο Νίκος με τα μελανότερα φωνήεντα. Δεν θα σταθώ
στο ψυχαναλυτικό/ψυχιατρικό κομμάτι, αυτό το ξέρει καλύτερα ο ίδιος και το έχει
προφανώς συζητήσει διεξοδικά με τους αγαπημένους κοινούς μας φίλους και
συντρόφους, γιατρούς και πνευματικούς ανθρώπους στους οποίους αφιερώνει τούτο
εδώ το βιβλιαράκι: τον Σωτήρη Παστάκα και την Κατερίνα Μάτσα.
Από
ιστορική άποψη το βλέπω εγώ. Οι πατέρες σχετίζονται με την απαρχή της ιστορίας.
Με την κάθοδο των αρπακτικών ποιμενικών φύλων και την επιβολή τους στους
ειρηνικούς γεωργικούς μητριστικούς πολιτισμούς της νεολιθικής εποχής. Τα λέω
λίγο σχηματικά κατ’ ανάγκην. Οι τσομπάνηδες λοιπόν εγκαθιδρύουν τα ιερατεία,
περιφράσσουν και οχυρώνουν τους οικισμούς, ελέγχουν και διανέμουν τον παραγόμενο
πλούτο, κάνουν και τους πολέμους. Στήνουν κοντολογίς έναν λαμπρό πολιτισμό
βίας, επιβολής, αρπαγής και εξόντωσης, που αποκορύφωμά του είναι ο
ιμπεριαλισμός ή αν προτιμάτε ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
(Πατρίς,
θρησκεία, οικογένεια, συν λάϊφ στάϊλ, συν η λογική του λεγόμενου Μετώπου της Λογικής
– η /και/ ελληνική καρικατούρα του…)
Ο
Λέκκας δεν χάνει ευκαιρία να καταδικάσει, να χλευάσει και να αναθεματίσει τον
πατέρα, τον τσομπάνο, κάθε τσομπάνο: τον παπά, τον αρχηγό, το αφεντικό.
Όχι
μόνο στα γραπτά του μα και με τον ίδιο τον τρόπο ζωής του. Κυρίως με τον τρόπο της
ζωής του. Τα γραπτά του, άλλωστε, δεν είναι παρά το τραγούδι του, το κελάϊδισμά
του, το κράξιμο του κόρακα αν θέτε, το σφύριγμα του αλήτη αν προτιμάτε.
Ούτε
ποιμήν ούτε ποίμνιο.
Ούτε
τσομπάνος ούτε πρόβατο.
Ούτε
καραβανάς ούτε φαντάρος.
Ούτε
πολιτικός αρχηγός ούτε οπαδός.
Ούτε
πάτερ φαμίλιας ούτε καλό παιδί.
Να
τη χέσω την στάνη, να χέσω την στρούγκα.
Παίρνει
τα μάτια του και φεύγει. Την κοπανάει. Για να περιπλανηθεί, να χαθεί ίσως, στο
άγνωστο, στα όρια, πέρα από τα όρια και τους όρους… Με τίποτα μαζί του, παρά μόνο
με τους στίχους της Γώγου, την οποία ανακαλύπτει πιτσιρικάς σε ένα βιβλιοπωλείο
του χωριού:
«Η
ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου».
Κάπου
μνημονεύει και τον (εξ αγχιστείας ας πούμε) αείμνηστο φίλο μου τον Σταύρο
Αντωνίου:
«Το
περιθώριο λάμπει σαν αστέρι».
Στο
περιθώριο λοιπόν, εκτός, έξω από τις συμβάσεις της στάνης, δεν την λέω
κοινωνία. Στην εξαθλίωση, που κάποτε είναι το τίμημα της ελευθερίας.
«Παράξενο»,
– για να θυμηθούμε και τον συνονόματο του Λέκκα, τον Καρούζο – «παράξενο μα η
ζωή αστράφτει περισσότερο νομίζω μες στην εξαθλίωση».
Κι’
εν τω μεταξύ, συνεχίζει ο ίδιος, ο Καρούζος «αφήνουμε την αλήθεια να τρέχει από
το χαλασμένο καζανάκι».
Αυτά
τα λίγα έχω να πω.
Χαιρετίζω
τον αλήτη ποιητή Νίκο Λέκκα.
Που
φτωχός είναι μεν, αλλά μπορεί και ξέρει να κερνάει.
ΥΓ.
Μιας
κι’ ανέφερα τα καζανάκια, να πω και μια κουβέντα για το βιβλιαράκι των εκδόσεων
Καζανάκι. Το θεωρώ ένα φτηνό μεν αλλά κομψοτέχνημα. Στημένο με διάθεση φανζίν,
παραπέμπει αισθητικά στον υπόγειο τύπο των καιρών μου, περιοδικά κυρίως του
περιθωρίου, μουσικά ή/και πολιτικά, ακροαριστερά, φεμινιστικά ή ακόμα στα πρώτα
τεύχη του Αμφί – για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, εγώ θα έλεγα
της σεξουαλικής εν γένει επιθυμίας, της επιθυμίας για ζωή.
Και
μ’ αρέσει και ο τρόπος που διακινείται – σ’ ένα δυο άντε τρία βιβλιοπωλεία, όχι
από τα μεγάλα, προσεχώς υποθέτω και σε τίποτα στέκια, συνεργατικά καφενεία, την
Λοκομοτίβα ας πούμε κλπ.
21
Δεκ. ’18, ξημερώματα, αχάραγα
Ένα στιγμιότυπο από την βιβλιοπαρουσίαση: Τέος Ρόμβος, Νίκος Λέκκας, Μπασιάκ, Γιάννης Αντιόχου, Γιώργος Κεντρωτής (καλά παιδιά άπαντες!) |
(*)
Σημείωση: Ο Λέκκας, κατά την βιβλιοπαρουσίαση, μου είπε ότι ήδη υπάρχουν αντίτυπα
και στην Λοκομοτίβα και πολύ χάρηκα, διότι όπως σημειώνω και κάπου αλλού, τα καλύτερα βιβλία τα βρίσκεις σε καφέ-μπαρ που διαθέτουν και βιβλιοπωλείο εντός παρά σε βιβλιοπωλεία που διαθέτουν καφέ-μπαρ για να πίνουν οι φιόγκοι τσάϊ ή σκοτς και να λεν σαχλαμάρες…
*
Περισσότερα στιγμιότυπα από την βραδυά Νίκου Λέκκα, στην Στέγη Bibliotheque και το Σαλέρο: Λέκκας, Τέος Ρόμβος, Γ. Αντιόχου, Γ. Κεντρωτής, Γ. Δάγλας, Σταύρος Καπλανίδης, Αλ. Δήμου, Νίκος Δεληγιάννης, η Ρόζα, η Μαριάνθη κι' ελόγου μου.
(Φωτογραφίες: Χαρά Πελεκάνου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου