Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Μαύρα μάτια κ.ά. ποιήματα γύφτικα






Κλάταρε η ρουλότα μας
Με δίχως τροχούς
Σπίτι έγινε
(κατάντησε πες)
Μα είν’ ακόμα ρουλότα,
ταξιδιάρικη...

Βιβλία θαρρείτε πως φυλλομετρώ;
Στην πραγματικότητα τ’ ακκορντεονάκι μου παίζω – 
                                                           για την ρομνή μου.







duj duj mange...


Πατάτες μπήκα για να κλέψω (βάϊ βάϊ) πείναγε η φαμίλια
Και μου την άναψε ο μπαλαμό, με σκότωσε.

Στο μπλόκο δεν σταμάτησα (βάϊ βάϊ) χαρτιά δεν είχα
Με φάγανε τα τσουραλέ, με γάζωσαν.

Δυο μαύρα μάτια φίλησα (βάϊ βάϊ) στην ακροποταμιά
Τα βάσανα για τον Τσιγγάνο τελειωμό δεν έχουν.


γλεντα μαχαλα!


Ας δανειστούμε
Στην ανάγκη κι’ ας κλέψουμε
Φέρτε να πιούμε ρακί φέρτε κοτόπουλα να ψήσουμε φέρτε
τα όργανα φέρτε
...
Τη χαρά να μοιραστούμε τ’ αδελφού μας
που βγαίνει ο γυιος του γυρνάει απ’ τη φυλακή.


παντρολογηματα


Ώστε θες το κορίτσι μου για γυναίκα σου;
Ώστε κι’ εκείνη σε θέ για άντρα της;

Άκου ’δώ

Ο γάμος είναι υπόθεση σοβαρή.
Λεφτά έχεις; Τράβα αγόρασε ρακί μπράντυ μπύρες
και φέρε να πιούμε να το διαπραγματευτούμε

Ο γάμος είναι υπόθεση ιερή.
Αν δεν καταφέρεις τον πεθερό σου να τόνε μεθύσεις
ξέρε, για γαμπρός του δεν κάνεις.


στη γυρα


Πάω, πού πάω; να δουλέψω πάω.
Το στερνοπούλι μου παίρνω, τους δρόμους παίρνω
Κάνα τραγουδάκι να πούμε
Κάνα ευρώ να μάσουμε.

Αυτό δεν έχει ματαγίνει.
Δυο γυναίκες έχω πέσαν άρρωστες κι’ οι δυο.
Άρρωστες κι’ οι δυο συγχρόνως, ε! δεν έχει ματαγίνει.
Το τσαντίρι μας είναι να το κλαις.
Δεν με νοιάζει για μένα
Τις δυο γυναίκες μου σκέφτομαι, τα έντεκα παιδιά μας
Άντε να ζήσεις τόσα στόματα μ’ ένα ακκορντεόν παρεπονιάρικο!


στο ξεφωτο


Θέλω να με κυνηγήσεις, τρέχα να με πιάσεις
Να με ξαπλώσεις μες στα θάμνα και στην αγριάδα
Τη φούστα να μου σκίσεις και το μεσοφούστανο
Κι’ εγώ κακούργε να σε λέω: άσε με, δεν θέλω!

Θέλω με το φιλί σου να μου κόψεις την ανάσα
Με δύναμη να μου γραπώσεις τα καπούλια
Και το καβλί σου μέσα μου βαθιά να χώσεις
Κακούργε, στα λαγόνια μου φωτιά άναψε κάψε με!

(Εμείς μ’ όποιον κοιμόμαστε τον ερωτευόμαστε, 
λένε οι Τσιγγάνοι...)


αγαπη


H αγάπη σου – μια φυλακή!
χρυσό πες κλουβάκι!

Εμείς
άμα λέμε αγάπη
μπροστά ξανοίγει ένας δρόμος μεγάλος
γεμάτος χρώματα γεμάτος μουσική
φωτιές αρώματα γέλια όνειρα μάγια
...
νοικοκυριά, που τσουλάνε σε ρόδες απάνω
στη γραμμή τραβώντας του ορίζοντα απάνω.


χορος


Χιόνι μαύρο
Θαμπό το τζάμι / του καφενέ.

Κίτρινη μουσική
(το ποίημα πιωμένο).

Γυαλί σπασμένο
Ένα «αχ!» / το ντουμάνι σκίζει.

Φλέβες κομμένες
Ματωμένες φτερούγες.

Πέτα!
Χόρεψε! πουλί μου / απελπισμένο.


μαυρη θαλασσα


Φέτος, στη Μαύρη Θάλασσα / μας κάλεσαν στο καφέ «Ο γλάρος».
Παίζαμε οληνύχτα ώς τα ξημερώματα / το κύμα έσκαγε στα βράχια.
Μάγκες, τις βαλίτζες σας και βουρ για τη Μαύρη Θάλασσα
Ποιος νοιάζεται για την τιμή του δολλάριου, αν πέφτει, αν ανεβαίνει;
Στη Μαύρη Θάλασσα, θα το κάψουμε! / μικρή είν’ η ζωή.
Μέχρι να πεις χαμομήλι / κιόλας πέταξε και πάει. 


ο αντρας μου


                                στον Νικόλα Γκόγκο, τιμής ένεκεν

Όλο τον κόσμο γύρισα να βρω / τον άντρα τον καλό.
(Αχ, τσιγγάνοι! αχ, παιδιά μου!)
Πώς αγαπώ τα μαύρα του τα μάτια
Τα χείλη του, τόσο γλυκά / σαν το μαύρο σταφύλι.
(Αχ, τσιγγάνοι! αχ, παιδιά μου!)
Όλοι οι άντρες πίνουνε με το ποτίρι
Ο δικός μου, με το μπουκάλι πίνει / κι’ ύστερα το σπάει.
(Αχ, τσιγγάνοι! αχ, παιδιά μου!)


η αυλη των θαυματων


Νάνι, νάνι το χουρντί μου
Σσς! κοιμάται

Νάνι, το χουρντί μου
κοιμάται κι’ ονειρεύεται

Έξω, δες, ξημέρωσε
Λιακάδα
Στο δρόμο οι λάσπες στέγνωξαν
Λουλούδια έχει ανθίσει ο σκουπιδότοπος
Σαράγια φρεσκοβαμμένα λαμποκοπάνε οι παράγκες
Φτερά αγγέλου έχει κάθε Τσιγγάνος κάθε Τσιγγάνα
και κάθε Τσιγγανάκι ακόμα
Ένας ουρανός επίγειος είναι ο γυφτομαχαλάς.


rat romano


Σεις Τσιγγάνοι με μάθατε
να ονειρεύομαι.

Σεις Τσιγγάνοι με μάθατε
να πονάω, να πονάω

– Η γενιά μου γενιά είναι τραγουδιστών! –

Σε σας Τσιγγάνοι χρωστάω
τα ταλέντα μου όλα.


τσιγγανικη λιρα


                                στον Κανελλόπουλο, σπέσιαλ αφιερωμένο

Πιωμένος, ως συνήθως, είδα
το φεγγάρι μέσ’ στα λασπόνερα του δρόμου
νόμισμα πες χρυσό – γνήσια λίρα τσιγγάνικη! –
μ’ απάνω χαραγμένη την μορφή της Τσιγγάνας μου!

Φυσικά εμάζεψα τη λίρα από χάμω
κι’ ευτύς τραβάω, τί άλλο, να την ξοδέψω

(Ξέχασα, αλίμονο, η Τσιγγάνικη λίρα δεν περνάει δωπέρα…)

Στη χώρα μας την Τσιγγανία
μια τσιγγάνικη λίρα είναι περιουσία
κυριλέ
αντίο φτώχεια! λες
ψωμί αγοράζεις να χορτάσει η φαμίλια
ρακί αγοράζεις τα σωθικά σου για να κάψεις
. . .
με μια τσιγγάνικη λίρα
τα τσιγγάνικα βάνεις βιολιά στο τσιγγάνικο Χίλτον
οληνύχτα να παίζουν για την τσιγγάνα σου
. . .
κι’ ακόμα, μπορείς
την τσιγγάνική σου λίρα ν’ αποταμιέψεις
στην τσιγγάνικη τράπεζα / στην Κομοτινή
ή στο Μπρασόφ
οπότε αύριο κιόλας έχεις 2 (δυο) λίρες τσιγγάνικες
. . .
κι’ είσαι άρχοντας
. . .
βαρώνος
σαν τον προ- προ- προπαππού σου
φοράς
παπούτσια πράσινα και άλικο γιλέκο
πλουμισμένο με χρυσοκεντήδια απ’ το “ρομανθέρο χιτάνο”,
με μαντίλι μεταξωτό τα δάκρυά σου σκουπίζεις
. . .
τα παιδιά σου σπουδάζεις
στα καλύτερα τσιγγάνικα σχολεία / πανεπιστήμια
. . .
επισκευάζεις τη στέγη στο τσαντίρι, που στάζει
. . .
τη ρόδα αλλάζεις στ’ αμάξι σου, που κλάταρε
. . .
κι’ εντάξει, τους μπάτσους χρηματίζεις
και ταξιδεύεις χωρίς προβλήματα – κανένα πρόβλημα!


besh o drom


Εγέρασα, παιδιά μου, γέρασα
μια ζωή ―
        στο δρόμο
στου τραγουδιού το δρόμο
στου ψωμιού το δρόμο
στης αγάπης το δρόμο
στης θύελλας το δρόμο
στης φωτιάς το δρόμο
στων βάσανων το δρόμο
του διωγμού
του κατατρεγμού
στων αστεριών το δρόμο
στων δρόμων το δρόμο
                ( άιιιιιι! )
στων δρόμων το δρόμο…



 


  


  

ενα τσιγγανικο παραμυθι...


Το οποίο μου αφηγήθηκαν κάποτε κάτι Τσιγγάνες, γριές, νεότερες και μικρές, σκασμένες όλες τους στα γέλια:

– Μια φορά κι’ ένα καιρό ήταν ένα κορίτσι, που το λέγαν Μιντσορί. Μια μέρα συνάντησε ένα αγόρι. Καρορό λέγαν τ’ αγόρι.
– Χι, χι, χι, χι.
– Χα, χα, χα, χα...
Εγώ:
– Και μετά;
Σκασμένες στα γέλια οι Τσιγγάνες, που με δουλεύαν φυσικά.
– Ε, δεν ξέρεις; Μετά... πήγαν στο ποτάμι βόλτα, και...

*

Πάνω στην ώρα εμφανίζεται μια γριά Τσιγγάνα. Τί έπαθες μωρή τάδε (δεν θυμάμαι το όνομά της). Με γάμησε ένας Τούρκος και κουτσάθηκα, τις λέει η γριά Τσιγγάνα.
Με κυττάζει.
– Ποιος είναι ο γκατζό; τις ρωτάει. Μην είναι Τούρκος;
Γέλια οι κυρίες πάλι.


_____

Σημείωση: Μιντσορί, στα ελληνικά θα λέγαμε Μουνίτσα· Καρορό, αντίστοιχα, Πουτσάκος.



Μικρό γλωσσάρι
Μιντσορί, Καρορό: είπαμε τί σημαίνουν.
Χουρντί: το μωρό, κοριτσάκι.
Ντούϊ-ντούϊ μανγκέ: δυο-δυο μαζί (έρχονται οι μπελάδες, τα βάσανα).
Τσεραλέ: οι μπάτσοι.
Ρατ ρομανό: τσιγγάνικο αίμα.
Μπες ο ντρομ: στην κυριολεξία: κάτσε στο δρόμο, δηλ. περπάτα, προχώρα, γύρνα, μη κάθεσαι. Έχουν και ένα ωραίο ομότιτλο κομμάτι οι διάσημοι Fanfare Ciocarlia, βασισμένο στο μουσικό θέμα του Νονού...




Φωτογραφίες: Οι φωτογραφίες όλες, οι περισσότερες μάλλον είναι του αείμνηστου Σταύρου Λαγκαδιανού, εκτός από την αποκάτω που είναι του Αντώνη Κωνσταντόπουλου.






















Ο Μπασιάκ στα φιτσίρια, τους καλαθόγυφτους που λέμε, περιπλανώμενους, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση τσιγγάνους. 
Σημασία στην λεπτομέρεια: λευκό πατούμενο, κυριλέ, άρχοντας. Αλλά;!



Τα περισσότερα από τα κομμάτια αυτά πρωτοδημοσιεύτηκαν εδώ, στα Φτερά Χήνας





Αφιέρωση


Αφιερώνω αυτή τη δημοσίευση στη μνήμη της Σοφίας.



Η Σοφία Σταύρου και η Τσιγγάνικη Φωνή της, η εφημεριδούλα την οποία έβγαζε και διακινούσε μόνη της στα άγρια στέκια της Πλατείας, την δεκ.80.
Παραθέτω δυο ποιήματα της Σοφίας, από το μοναδικό φύλλο της εφημερίδας της που έχουμε διασώσει:


τσιγγανικη αγαπη


Του φεγγαριού βιολιά
στου Τσιγγάνου την καρδιά.

Μαχαίρια, σπαθιά
της Τσιγγάνας η ματιά.


τι ειδαν τα ματια μου / τι ενοιωσε η καρδια μου


Αυτό δεν ήταν έρωτας
αυτό ήταν έρωτας με αγάπη
Φωτιά που καίει
και καταρράκτες
τη σβήνουν με τα νερά
τα δροσερά νεανικά.




Βίντεο: Τσιγγάνικος χορός, σε κάποιο μαγυάρικο χωριό...







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου