1.
Για κάποια χρόνια, αρχές δεκ.’90, συγκατοικούσαμε σ’ ένα
διαμέρισμα στα Πατήσια ο Δρατζίδης κι’ εγώ – και περιστασιακώς μια φίλη μας,
πρώην και των δυο μας, στην οποία άλλωστε οφείλομε την γνωριμία και την απαρχή
μιας μεγάλης φιλίας.
Χώρια ότι φρόντιζε ώστε να ζούμε σ’ ένα αξιοπρεπές
νοικοκυριό που λέει ο λόγος...
Είχαμε φούρνο, ψυγείο, ακόμη και πλυντήριο, το οποίο
ωστόσο δεν νομίζω να χρησιμοποιήσαμε ποτέ – στο χέρι πλέναμε τα βρακιά μας. Δεν
ερχότανε και συχνά η Μίμι.
Πιστεύω, δηλ. το ξέρω, μήτε ο Θανάσης μήτε του λόγου μου
προκρίναμε ποτέ τα βιβλία έναντι της ζωής. Ωστόσο τα βασικά υπάρχοντά μας ήταν
βιβλία, βιβλία, μερικά ρουχαλάκια, κάνα τσικιτζέκι και πάλι βιβλία – του Θανάση
δυο μπορεί και τρεις φορές τα δικά μου... Όλα τ’ άλλα βολεύονται. Πιστεύω
είχαμε βολευτεί μια χαρά!
2.
Ο Νικόλας και τα βιβλία
– Πω, πω, βιβλία! είπε ο Νικόλας μπαίνοντας στο
κοινοβιάκι μας και θαυμάζοντας...
Ο Νικόλας ήτανε ο φίλος μιας πρώην του Θανάση, πρώην
πρεζάκιας που έκοψε την πρέζα και τόχε ρίξει στα ούζα. Το ρίξαμε λοιπόν στα
ούζα, γέλια, φιλοσοφίες, ο Νικόλας κύτταγε τις βιβλιοθήκες.
– Τι ωραία που είστε εδώ! Νά, εδώ θα ήθελα να πεθάνω!
Ο Νικόλας κι’ η Χ. μας επισκέπτονται καμμιά βδομάδα μετά
ξανά. Ούζα, γέλια, φιλοσοφίες. Ο Νικόλας μέθυσε, σούρνοντας πάει μέσα να
κοιμηθεί. Καμμιάν ωρίτσα μετά τον βρίσκουμε πεθαμένον.
Μας έμεινε ο μπαγάσας, από αναρρόφηση.
Το ’πε και το ’κανε που λέμε.
3.
Ο σεισμός του ’92
Ο Δρατζίδης είχε βολέψει τα βιβλία του, τα περισσότερα εν
πάση περιπτώσει, γιατί υπήρχαν και διάφορες κούτες με βιβλία κλειστές που τις
είχαμε για τραπεζάκια...
Είχε βολέψει λοιπόν τα βιβλία του σε μιαν ωραία
αυτοσχέδια βιβλιοθήκη στο δωμάτιό του, μαδέρια για ράφια στηριγμένα απάνω σε
τούβλα – όλα... αγορασμένα που λέει ο λόγος από οικοδομές...
Μια μέρα, μεσημέρι έλειπε ο Θανάσης. Θα ήταν στην
γκόμενα, στην καλή του, ή Γερμανία ή Πεντέλη δεν θυμάμαι τώρα. Εγώ κοιμόμουν.
Ξάφνου πετάγομαι, στο σπίτι γίνεται χαμός, πανικός, πάταγος μεγάλος. Αναπηδώ απ’
το ντιβάνι, τσίτσιδος, πασκίζω να εννοήσω τί έγινε...
Χτυπάει η πόρτα στο μεταξύ. Η Άννα, η Αννούλα, η κοπελιά
που έμενε στο υπόγειο κι’ όλοι την λέγαν πουτάνα και θέλαν να την διώξουν απ’
την πολυκατοικία αλλά εγώ την υπερασπιζόμουν με σθένος... Γειά σου Αννούλα!
– Τί έγινε, κάνει η Αννούλα, σεισμός έγινε;
(Η Αννούλα στο υπόγειο, εμείς στον 5ο ή 4ο όροφο, δεν
θυμάμαι... Φαντάζεσαι λοιπόν τί είχε γίνει!)
– Ω παρντόν, κάνω της Αννούλας συνειδητοποιώντας εκ του
βλέμματός της πως είμαι ξεβράκωτος. Φορώ ένα βρακί βιαστικά και κυττάμε να
δούμε τί συνέβη...
Στο δωμάτιο του Θανάση, η βιβλιοθήκη έχει γκρεμιστεί,
ρημαδιό – κεραμυδαριό!
Τα μισά τουλάχιστον βιβλία και μαδέρια απάνω στην
στρωματσάδα του Θανάση! Αν τύχαινε και κοιμόταν κι’ ο Θανάσης κείνη την ώρα,
ωϊμέ, θα τον κλαίγαμε τώρα! Ξεμεινάκο μου, η γκόμενα σέσωκέ σε!
(Το ότι έχασες
έναν ωραίο θάνατο, καταπλάκωμα από βιβλία και μαδέρια χέστο, τ’ ακόμη ωραιότερα
άλλωστε έπονται...)
ΥΓ.1 Το ίδιο φεγγάρι έμενε στην ίδια γειτονιά – σε άλλο
κοινόβιο – ο Ντίνος ο Καννίβαλος.
ΥΓ.2 Ωραία η ζωή, ο θάνατος λίγο μαυρίλλα αλλά δεν και
γαμιέται;
…
ΥΓ.3 Ξέχασα τί ήθελα να πω, θα θυμηθώ κι’ επανέρχομαι.
*
**
Μούζικα: Ας ακούσομε λίγη καλή μουσική, τζαζ φυσικά!
(Αλλά... πολύ τζαζ!)
– Θυμήθηκα! –
Η ιστορία της 1 ½ χήνας
Αφηγείται ο Δρατζίδης:
Το 1994 πήρε σύνταξη ο πατέρας μου και αποφάσισαν να επιστρέψουν στο χωριό, όπου είχαν χτίσει σπίτι. Φορτώνω και τα βιβλία, δεν είχα τίποτα άλλο, με τη σκέψη ότι κι εγώ θα την κάνω από Αθήνα, αργά ή γρήγορα. Τα βιβλία είχαν κάνει μια καλή βόλτα στην Αθήνα: Παλιά Πεντέλη, Χαλάντρι, Νέος Κόσμος, Κυψέλη, Καλλιθέα, Παλιά Φάληρο, Μεταξουργείο, να ’ναι καλά ο Θόδωρας, Κάτω Πατήσια, να ’ναι καλά ο Θόδωρας, Σύνταγμα. Τα πήγα, επέστρεψα στην Αθήνα. Το 1997, 5 Μαΐου, ανήμερα της Αγίας Ειρήνης, φεύγω από Αθήνα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα βιβλία μου, και πάω Πετράδες και ζω με τους γονείς μου και τρία χρόνια διαβάζω, γράφω και τον παίζω. Τη πρώτη μέρα, μπαίνω μέσα στο δωμάτιο με τις κούτες με τα βιβλία και δεν ξέρω τι να κάνω. Πώς θα τα βάλω σε ράφια; Δεν υπάρχουν ράφια, δεν έχω μία. Ανοίγω μια κούτα, παίρνω ένα βιβλίο, το ανοίγω μηχανικά, το ξεφυλλίζω και παίρνει το μάτι μου μάτι μέσα στις σελίδες κάτι λεφτά. 1.600 δραχμές, τα έξοδα για να κάνω τα ράφια, μά την Παναγία. Α, λέω, μια νέα ζωή αρχίζει. Είκοσι χρόνια μετά, τώρα που σας μιλάω, τέτοια δωράκια μου στέλνει η ζωή, όποτε ζορίζομαι.
Φωτο: Ο Μπασιάκ με τον Δρατζίδη, βολτάροντας στην Μαρίτσα, σύνορα Ελλάδας/Τουρκίας
ή στο Τριεθνές (και Βουλγαρίας μέσα), δεν ενθυμούμαι επακριβώς...
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή