1.
Μ’ αρέσει αυτό το κόλπο: Ανάβεις τσιγάρο αμέσως μετά που
κατέβασες μια κούπα γάλα κι’ αίφνης θυμάσαι τη γεύση του πρώτου σου τσιγάρου σε
κάποι’ αλάνα της Γκράβας κ.ά. τινά.
Παρντόν, συγνώμη, να βάλω μια φωτογραφία και συνεχίζω:
Το 1973-74 πήγαινα στ’ δημοτικού, στο 112ο Δημοτικό, οδός
Κόντου, κοντά στην Πατησίων. (Σήμερα είναι ρεμπετάδικο). Το Σάββατο 17/11 μετά
την εισβολή στο Πολυτεχνείο, τότε είχαμε σχολείο και το Σαββάτο, έπεφταν
σφαίρες μες στο προαύλιο. Θυμάμαι τον διευθυντή, ονόματι Καραμανλούδης νομίζω, να βαστάει κάτι σα φυσεκλίκι, δεν ξέρω πώς λέγεται, από πολυβόλο τανκ και να μας κυττάζει τους μαθητές του αμήχανος. Δεν κάναμε μάθημα. Ήρθε η μάνα μου και με πήρε.
Βγαίνοντας, πέρναγε μια διαδήλωση στην Πατησίων με κατεύθυνση προς το τέρμα. Μου
έκανε αίσθηση ένας διαδηλωτής που φόραγε την ελληνική σημαία στην πλάτη του, –
αργότερα σ’ ένα ιστορικό ντοκυμανταίρ είδα και κάτι χίπηδες στις αντιπολεμικές
διαδηλώσεις στις ΗΠΑ να φοράν με τον ίδιο τρόπο την αμερικάνικη σημαία. Ξαφνικά
αγάπησα την ελληνική σημαία.
Δεν την αγαπούσαμε την σημαία μας. Ούτε τώρα την αγαπώ –
πώς το έλεγε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος: ένα πανί και τίποτε άλλο.
Όσο ήμουν στο δημοτικό, θυμάμαι ότι την ώρα που
τραγουδάγαμε κάθε πρωΐ τον Εθνικό μας Ύμνο εμείς τραγουδούσαμε: και σαν πρώτα /
φάει καρότα, σέλινο και μαϊντανό, και σκάγαμε στα γέλια με την... αντεθνική μας
δράση.
Στο δημοτικό επίσης, την εποχή της ρήξης της χούντας με
τον βασιλιά Κοκό ένας διάλογος με τον διπλανό μου (ονόματι Γιαμπουράς ή κάπως
έτσι).
Γ: – Εσύ με ποιον είσαι;
Θ: – Με τον βασιλιά! Μισώ τον Παπαδόπουλο!
Γ: – Εγώ είμαι υπέρ της δημοκρατίας, ζήτω ο Παπαδόπουλος!
( λολ! )
Το είπα στους γονείς μου. Αυτοί... τσίου! Τρία πουλάκια
κάθονται!
Στο πατάρι οι γέροι είχαν κρυμμένα μια πομπίνα του Μίκη
και κάτι 45άρια του, το Βάρκα στο γιαλό και τέτοια, τα βγάλαν και τα παίζαν στο
ηλεκτρόφωνο στη διαπασών και στήσαμε ωραίο γλέντι, αυτά την Κυριακή, μια
βδομάδα μετά το Πολυτεχνείο, όταν ανακοινώθηκε πως έπεσε ο Παπαδόπουλος... για
να τα ξανακρύψουν κακήν κακώς σε λίγο, που ανακοινώθηκε πως ανέλαβε ο
Ιωαννίδης!
Φωτό: Η πομπίνα του Μίκη, προσφορά της προδικτατορικής Αυγής στους αναγνώστες της. Ο Μίκης Θεοδωράκης παίζει πιάνο και τραγουδά όλα τα κομμάτια από την παράσταση Ένας όμηρος...
Τσιγάρο, πρέπει να πρωτοκάπνισα το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Καλοκαίρι του ’74. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την μάνα μου να μ’ υποδέχεται στο σπίτι ανάστατη, κατάχλωμη,
πού ήσουν, σ’ έψαχνα στη γειτονιά…
Μ’ αγκαλιάζει κλαίγοντας:
– Πόλεμος αγόρι μου, κηρύχθηκε πόλεμος… Κάπνιζες;…
Επιστρατεύσαν τον κουμπάρο τον Ντίνο, περιμένουμε να μάθουμε για τον πατέρα
σου.
*
Εξακολουθώ, παρ’ όλ’αυτά, να μην μπορώ να θυμηθώ πώς λέγαν το πρώτο
κορίτσι πού φίλησα κι’ ερωτεύτηκα και γι’ αυτήν σπατάλησα κάμποσες μαθητοώρες,
πρώτες ή τελευταίες, στήνοντάς τη έξω από το σπίτι της είτε το σχολείο της να
την δω τυχαία δήθεν και να την συνοδέψω μερικά στενά καρδιοχτυπώντας...
Φρόσω να την λέγαν;
Δανάη;
Άντα;
Μην την λέγαν Μιράντα;
Κάποια άλλη; Τις μπερδεύω.
Με παρηγορούν οι ρώσσοι φουτουριστές, που γράφανε στο
περίφημό τους Χαστούκι: Όποιος δεν ξεχάσει την πρώτη του αγάπη δεν θα γνωρίσει
ποτέ την τελευταία του αγάπη!
Πωωωω! Τ’ είπες τώρα…
Τ’ είπα;
2.
ΑΝ ΣΕ ΠΕΤΥΧΩ, ΕΙΠΑ, ΠΟΥΘΕΝΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ ΤΗΝ ΕΒΑΨΕΣ!
[ Προ-και-σημείωση: Τον μπελά μου βρήκα. Μ’ έβαλε ο Νικολαΐδης
στη πλάκα αυτή που παίζουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τα βιβλία λέει και καλά που μας σημάδεψαν κ.τ.λ. και κάθομαι τώρα ο
δόλιος και σκέφτουμαι βιβλία που μας σημάδεψαν και μαζί με τα βιβλία δίσκους
που μας σημάδεψαν και συναυλίες που μας σημάδεψαν και ταινίες που μας σημάδεψαν
και καφέ-μπαρ που μας σημάδεψαν και γυναίκες που μας σημάδεψαν... Κοινώς τη
κάτσαμε τη βάρκα αδέλφια.
Ας ξεκινήσουμε με τις γυναίκες…]
Το πρώτο αμόρε μου, το πρώτο μου φιλί στο στόμα. Σας είπα: Ούτε που
θυμάμαι πώς την λέγαν, δεν θυμάμαι. Μα θυμάμαι πολύ καλά το «μπλουζ» που χορεύαμε σε κείνο
το πάρτυ το εφηβικό, θυμάμαι και το σπίτι, υπάρχει ακόμα, μονοκατοικία Ταϋγέτου
και Γαλατσίου γωνία, απέναντι απ’ τον ΟΑΕΔ. Δεν έγινε πολυκατοικία ακόμα. Όποτε
περνάω αποκεί μπροστά κοντοστέκω κι’ αναστενάζω. Εγώ 12 χρονών, 11 εκείνη μα
ξεβγαλμένη – εκείνη έβγαλε τη γλώσσα και την έχωσε στο στόμα μου γιομίζοντάς με
γλύκα πρωτόγνωρη.
Πώς στο καλό την λέγαν;
Άντα;
Μιράντα;
Το τραγούδι πάντως ήτανε Κριστόφ: "The girl from
Salina"!
– Πω, πω, άργησα, θα με μαλώσει η μαμά, μου κάνει η καλή
μου.
Φύγαμε μαζί εννοείται από το πάρτυ, την συνόδευσα, με
αγωνία και λαχτάρα και ξερωγώ τί δίψα για περαιτέρω γνώση μα κι’ αμηχανία, δυσκολεύομαι
να περιγράψω. Στρέκλαγα.
Μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας της την στριμώχνω,
να την φιλήσω πάλι.
Κάνει λίγο πίσω εκείνη:
– Δεν έχεις κάτι να μου πεις;
Τί να της πω;
– Θες να τα φτιάξουμε; της λέω.
Ένας αιώνας μερικών δευτερολέπτων.
– Περίμενα, μου κάνει περίλυπη εκείνη, περίμενα να μου
πεις κάτι πιο βαθύ, κάτι έστω πιο ρομαντικό, περίμενα να μου πεις σ’ αγαπώ. Σ’
αγαπώ! Όχι, δεν θέλω να τα φτιάξουμε! Θέλω να χωρίσουμε!
Σε μισώ, μου λέει.
Μου έδωσε ένα ακόμα πιο παθιασμένο φιλί και μ’ έστειλε
στο διάβολο.
Τρελλάθηκα!
Δεν γύρισα σπίτι. Κατέβηκα στον Άγιο Ελευθέριο Αχαρνών,
αποφασισμένος ν’ αυτοκτονήσω πέφτοντας από την γέφυρα στον ηλεκτρικό.
Προλάβαινα ακόμα, θάταν δεν θάταν 11 η ώρα, είχε τραίνα ακόμα.
Αλλ’ αντί να πέσω, άρχισα να πετάω...
*
Σημειώνω, για την ιστορία, πως στα βασανιστήρια της χούντας
του Πινοσέτ, στη Χιλή, τον ίδιο καιρό περίπου που εγώ κάθομαι και σας περιγράφω τα πρώτα τούκου-τούκου της καρδιάς μου, στα κολαστήρια λοιπόν της χούντας του Πινοσέτ χρησιμοποιούσαν συστηματικά την μουσική,
τραγούδια που παίζαν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια στη διαπασών – για να σπάνε το
ηθικό των κρατουμένων αλλά και να μην ακούγονται οι κραυγές τους.
Σ’ έναν κατάλογο τέτοιων τραγουδιών, που δημοσιεύτηκε
πρόσφατα, συμπεριλαμβάνονταν κι’ ο Κριστόφ! Η Aline του!
Ας την απολαύσουμε, αξίζει:
ΥΓ. Η φωτογραφία οπού έβαλα πάνω-πάνω, στην αρχή... Αυτό το αφισσάκι διακοσμούσε το εφηβικό μου δωμάτιο. Ήταν από ένα περιοδικό ποικίλης ύλης για ανήσυχους πιτσιρικάδες, που κυκλοφόρησε τα πρώτα χρόνια μετά την χούντα, γύρω στα 1975-77, σε πνεύμα γιε-γιε. Δεν πρέπει να βγήκαν περισσότερα από 3 τεύχη. Όλα είχαν κι’ από ένα αφισσάκι μέσα – τον Τσε Γκουεβάρα, το περίφημο "Why?" κι’ αυτό βεβαίως.
Θυμάται άραγε κανείς παλιός, πώς λέγαν το περιοδικάκι κ.τ.λ.; Θα του ήμουν υπόχρεος... (Και έτοιμος να συγκινηθώ φυσικά...)
Θυμάται άραγε κανείς παλιός, πώς λέγαν το περιοδικάκι κ.τ.λ.; Θα του ήμουν υπόχρεος... (Και έτοιμος να συγκινηθώ φυσικά...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου