Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Ο ναυαγός





Επάλευε λέει, ώρες ατέλειωτες με τα κύματα τ’ άγρια… με τους κυκλώνες, τους ρούφουλες… με τους κακούς τους καιρούς…
Με τον κακό του πάλευε τον καιρό.
Αυτό ήταν το τέλος του.
Το καράβι βούλιαξε. Όλοι οι σύντροφοι πνίγηκαν. Απέμεινε μόνος αυτός, ο μούτσος μας, περιμένοντας τη σειρά του.

Λοιπόν, ήπιε. Ήπιε πολύ. Ένα κασόνι ήπιε μπακάρντι – έτσι! μεθυσμένος να πάει, να μη καταλάβει… Αποκοιμήθηκε –ξερός– μέσ’ στ’ αδειανό κασόνι… Ψαράδες τόνε περιμάζεψαν.
Γέλια κοριτσιών κι’ άλλα γέλια τον ξύπνησαν.

– Όνειρο; –
Σ’ ένα νησί εξωτικό βρίσκονταν τώρα, παραδείσιο…
ΓΚΙΛΙ-ΠΟΥΛΙ το έλεγαν, παναπεί δηλ. ήσυχο, σιγανό τραγούδι – παράξενο όνομα μαθές για νησί.
Το κορίτσι Ζαούμι, μα την κρέναν όλοι Κοκό.
(Αυτή, η Κοκό τον ανάλαβε…)
Ο ναυαγός μας συνήρθε γρήγορα, ανάρρωσε παναπεί· μόν’ το χέρι του λίγο πόναγε, τόχε σπάσει και δεμένο το βάσταγε μπρος του – το καταφχαριστιότανε… Άμποτε να ποτές του μην ύγιαινε! Μόν’ να τον πόναγε (λίγο) και τις φροντίδες ν’ απολάμβανε της νεαράς του θεραπαινίδος…
Αχάραγα σηκωνότανε και περίμενε πότε, το κορίτσι θα ξύπναγε να τόνε πάρει να γυρίσουνε το νησί. Κάθε μέρα τα ίδια: Γλυκειά τον έπιανε μια ταραχή, μια φουρτούνα αλλιώτικη πες, όντας την έγλεπε να προβάλλει στην πόρτα της αχυροκαλύβας του. Λυγιστή-κουνιστή – είναι αλήθεια πως λίγο κούτσαινε – με τα μακρυά της μαλλιά πάντοτε καλοχτενισμένα και στολισμένη με λούλουδα και ευωδιές χαρμόσυνες τούρχονταν· τον αρώταγε (στη γλώσσα της / του νησιού) αν η νύχτα του χάρισε ύπνο καλό κι’ όνειρα – αν – γλυκά.
– Κόκο ίρατ, παλούπου, παλάλου?
Δεν καταλάβαινε αυτός. Τ’ απολάμβανε… Της έκαμε ναι, ναίσκε κι’ ωωωωχ! κατόπι. Το χέρι! Πόναγε, τάχα μου, και καλά.
Το κορίτσι χαμογελούσε και το χαμογέλιο της σκέτο μπάλσαμο, ρε.

Όλο παράξενα πράγματα ζούσε στον ύπνο του. Παράξενα πράγματα και στο ξύπνιο του ονειρεύονταν. Δεν ήταν βέβαιος καν αν ζει, αν στ’ αλήθεια επέζησε από το τρομερό ναυάγιο, ή πέθανε και στον παράδεισο βρίσκεται των θαλασσινών…
Δεν ήξερε, όχι, ούτε και που τον έγνοιαζε…
Άφινε το κορίτσι να τον πααίνει. Μπρος η Κοκό, αυτός από πίσω.
Τα δέντρα του έδειχνε – καουλί κοπάτς, του τα ξηγούσε.
Αυτός επαναλάβαινε:
– «Καβλί κοπάτς».
Γέλαγε το κορίτσι με το προφέρειν του. Τον διόρθωνε.
– Νι καβλί: καουλί, μεντούϊ βαβ! (με δύο «βου» δηλ., τα οποία προφέρονται «ου»).
Ύστερα, τα πουλάκια, τσιρ ιτρά. Το τρεχούμενο νερό, ρενό παΐ. Η γη, τσατσές. Ο ουρανός, σουνό. Η θάλασσα, τραντάς τεχάρα.
Ο θεός, σάμαλ’ ί.
Η γυναίκα, τσιριμπίμ.
Ο άντρας, τσιριμπόμ.

Η γλώσσα της εδέμ!
Ο μύθος των πρωτοπλάστων.
(Με τη μόνη διαφορά ότι, κατά την άγραφη Κοσμογονία των άγριων αυτών, αντίς απ’ το πλευρό του άντρα να επλάστη η γυναίκα – ο μεν άντρας επλάστη απ’ το κουτσό της ποδάρι, η δε γυναίκα απ’ τα όνειρά του…)

Στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι έσμιγε η Κοκό με τ’ άλλα κορίτσια· τις φιλενάδες της, αδερφάδες, ξαδέλφες.
Κάθονταν ο ναυαγός μας στην αμμουδιά και τις εγλυκομπάνιζε, στα ρηχά πώς τσαλαβουτάνε και πιτσιλιούνται· έτρεχαν έπειτα όλες τους πίσω απ’ τα θάμνα και έπαιζαν ξαναμμένα κάτι δικά τους κοριτσίστικα παιχνίδια με τα σαμιαμίθια που έπιαναν – τα έλεγαν σατάν οέ = σατανάδες…
Τα βράδια, στη φωτιά γύρω-γύρω όλο το χωριό μαζεμένο, μισόγυμνα ή κι’ ολόγυμνα με μόν’ τα γιορντάνια τους από κοχύλια και δόντια καρχαρία, που κροτάλιζαν στους λαιμούς τους, εχόρευαν στο ρυθμό των ταμ-ταμ χορούς της αγάπης.
Οι άντρες τις κύτταγαν φτυχισμένοι φουμέρνοντας κι’ έφτιαχναν με τον καπνό δαχτυλίδια (τα λέγαν πίι-μάτα) – τέχνη στην οποία εξασκήθηκε κι’ ο ναυαγός μας, κερδίζοντας γλήγορα την εκτίμηση και το σεβασμό ολωνώνε…
Τα δαχτυλίδια του, τα πίι-μάτα (= ποιήματα) τα χάρισε όλα στην Κοκό κάποιο βράδυ… Έτσι! τούρθε και της τα χάρισε. Όλοι – οι άγριοι – είδαν τι έκαμε. Αίφνης σίγησαν τα ταμ-ταμ. Χι, χι, χι τα κορίτσια κι’ οι γυναίκες σκουντιόνταν κι’ έδειχναν.
Η Κοκό δεν γέλασε, τα μάτια κατέβασε.
Ένα σαμιαμίθι σκαρφάλωνε στα βυζιά της. Το κορίτσι επήρε το ερπετό μέσ’ στη φούχτα της, το δίνει του ναυαγού μας.
Γυρνά τότες η βασίλισσα των άγριων και «χάπα-φτού» – φτει μια ρουχάλα εξαίσια κι’ όλα τα νυχτολέλουδα του νησιού καμπανίζουν χαρμόσυνα κι’ όλοι οι άγριοι ξεσπάνε σε γέλια κι’ οκτώ πιτσιρικάδες, κατά το έθιμο του νησιού, συνοδεύουν τους ούτως ειπείν νιόπαντρούς μας στην αχυροκαλύβα τους.
Ένα απ’ τα πιτσιρίκια γυρνάει και λέει.
– Χ’ άμα φίλι τσιριμπόμ τσιρίμπιμ πατ-κιουτ πόγκο-μόγκο.
Δηλαδή: «- Όταν ένας άντρας φιλάει μια γυναίκα πέφτουν αγκαλιασμένοι χάμω μαζί και μαζί ονειρεύονται».




Και μια ζωγραφιά του Γιοκούς, του οποίου το όνομα σημαίνει ονειρόχορτο, ένα λουλουδάκι το οποίο φυτρώνει αποκλειστικώς στο Γκιλί-πούλι. Η ζωγραφιά δείχνει εξωτικές καλλονές από το νησί μας που χορεύουν:



Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου, ζωγραφιά
πενάκι, παστέλ και ακρυλικά σε χαρτί Α4 πολυτελείας παρακαλώ












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου