Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Μόργκαν, ο τρελλός εραστής




Λέω για τον Μόργκαν, την ταινία του Κάρελ Ράϊζ (1966). Η υπόθεση, γνωστή πιστεύω σε όλους τους σινεφίλ. Ο Μόργκαν είναι καλλιτέχνης. Έχει εμμονή με τον Καρλ Μαρξ και τον Κινγκ Κονγκ. Η γυναίκα του όμως τον εγκαταλείπει για έναν χαλβά έμπορο τέχνης. Ο Μόργκαν τρελλαίνεται, βάζει μια βόμβα κάτω απ’ το κρεβάτι των εραστών και κάνει έφοδο στο γαμήλιο πάρτυ τους μασκαρεμένος σε γορίλλα. Τα κάνει γης μαδιάμ αλλά παίρνει φωτιά ο πισινός του κι’ όπου φύγει-φύγει. Προηγουμένως βέβαια δεν λησμονεί να επισκεφθεί για προσκύνημα τον τάφο του Μαρξ. Στο τέλος τον κλείνουν στο τρελλάδικο. Ηρεμεί. Ούτε Μαρξ ούτε Κινγκ Κονγκ. Ασχολείται με την κηπουρική: φτιάχνει ένα παρτέρι με ένα τεράστιο λουλουδένιο σφυροδρέπανο.
Η τελική σκηνή – όπως σημειώνει ο Νίκος ο Σταμπάκης – λογοκρίθηκε απ’ την ΕΓΤ του Γεώγιου Γάλλη, του επονομαζόμενου «δεν θέλω ου».
Είχαμε όμως προλάβει να απολαύσουμε την ταινία στα σινεμά – άκρως επιδρρρραστική.
Ο Μάριος Χάκκας έγραψε τουλάχιστον δύο διηγήματα εμπνευσμένα απ’ τον Μόργκαν («Ο φόνος», και «Μπροστά σε έναν τάφο»).
Εγώ δε, βγαίνοντας απ’ το Μετροπόλ, παραπλεύρως στο καλό Α.Τ. Κυψέλης, χαιρέτισα τον φύλακα του τμήματος κινγκ-κονγκοειδώς κι’ εκείνος ευγενέστατος με προσκάλεσε εντός για μια εξακριβωσούλα και για να στολίσω τα κρατητήρια με σκαλιστά σφυροδρέπανα.
Αυτά, γύρω στο ’80. Ωραίοι καιροί!


*
* *
Στα αστυνομικά τμήματα, όπου τραβιόμασταν συχνά-πυκνά νέοι για «εξακρίβωση», ήταν πράγματι πολύ ωραία. Εκεί, στα υπόγεια πάντα έβρισκες παρέα για ξενύχτι.
Μια φορά, μας έφεραν οι δρόμοι στο κτίριο της ΓΑΔΑ, που τότε ακόμα κτιζόταν. Ήμουν με τους Καννίβαλους, την περίφημη ούτως ειπείν ανέμελη φιλολογική συντροφιά του Οικονομικού.* Μεθυσμένοι, τύφλα. Βαλθήκαμε να παρενοχλούμε τον αστυνόμο που φύλαγε το γιαπί, τον δουλεύαμε ψιλό γαζί που λένε. Αυτός προφανώς είχε προλάβει να ειδοποιήσει το πλησίον Α.Τ. Αμπελοκήπων, και σύντομα καταφθάνει ένα περιπολικό. Μαζεύει τους φίλους μας κι’ εξαφανίζεται. Ξαφνικά, αντιλαμβανόμαστε εγώ κι’ ο Στέφανος από το Αγρίνιο ότι μας ξέχασαν εμάς εδωπέρα ν’ αμπελοφιλοσοφούμε με τον μπάτσο περί Χέγκελ και Στόουνς.** Θυμώσαμε. Ξεκινάμε και βουρ, στο τμήμα. Μας καλοδέχονται. Μας πετούν στο μπουντρούμι.
Εκεί βρίσκω ένα παλικάρι, μόνος του αυτός. Πούθε είσαι; Απ’ του Ζωγράφου, μου κάνει. Την Έφη την ξέρεις; Είμαστε μαζί, μου λέει.
Ώστε ήταν ο τύπος που έψαχνα για να αρπαχτούμε μες στο κρύο και στο χιόνι για τα μάτια εκείνης της Έφης. Γίναμε φίλοι. Όταν μας άφισαν, ξημερώματα, τραβήξαμε κατά το Παγκράτι, στο Ελλάς, να γιορτάσουμε τη γνωριμία.
Το Ελλάς πρέπει να είναι το καφενείο στο οποίο αναφέρεται κι’ ο «Ανεπρόκοπος» του Πουλικάκου…
(Μολονότι, λεν κάποιοι, σ’ άλλο καφενείο αναφέρεται κι’ όχι στο “Ελλάς”).


Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς :
(*) Για τους Καννίβαλους, θα επανέλθουμε.
(**) Το όργανο βεβαίως αγνοούσε και τους δύο φιλόσοφους, και τον Χέγκελ και τον… Ρόλλινγκ Στόουνς!




Μουσική: Μουσικές Ταξιαρχίες, Για την Γιορτή της Μητέρας 
    (Καννίβαλοι θα γίνουμε...) από τον Δράκουλα των Εξαρχείων του Ζερβού.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου