πλατεια μπασιακου
Λοιπόν, τα τινάξω. Και τότες
τ’ άγαλμά μου θα στήσουν
Και πλατεία Μπασιάκου θα πουν
την πλατεία Αμερικής.
«- Καλέ, τ’ είναι τούτος;»
«- Ποιητής!»
«- Τί μου λες!» –
τα χαμίνια
θα μου ’χουν λέει τη μύτη κόψει
φτερά θα μ’ έχουν λέει γαλοπούλας στολίσει.
Κι’ ωϊμέ, ωϊμένα, χώρια από την καλή μου
την Ωραία Κοιμωμένη
Οι στεναγμοί μου θα ραγίζουν την πέτρα.
Λοιπόν, το σκάσω. Μια νύχτα
του φεγγαριού θα πάρω τη στράτα.
Να λείπει η δόξα!
Στ’ απαυτά μου η Αμερική!
Εγώ – την Ωραία Κοιμωμένη μου και… ξερό ψωμί.
ενα γαλλικο τραγουδι: je m’en fous!
Ξάπλα, έτσι μου γουστάρει
μες στο δείλι:
Τα ποδάρια μου απλωμένα ίσια στο άπειρο!
Η κάλτσα τρύπια, γυμνό το μεγάλο μου δάχτυλο!
Τσιγαράκι, να φουμάρω
τώρ’ ανάβω:
Με τον καπνό δαχτυλίδια ωραία σου φκιάνω!
Για τα νέα του χρηματιστηρίου, μήτε καπίκι τσακιστό!
με το πασο μου
Τραβάω πάντα κουτουρού (άλα της, στα κουτουρού)
Δίχως σκοπό πηγαίνω, μα πες από ένστιχτο
λάθος κατεύθυνση πάντα διαλέγω.
Άμα σκοντάφτουν πάνω μου (άλα της, πάνω μου πέφτουν)
Συγγνώμην Κ ύ ρ ι ε! με λεν, κι’ ας φταίω εγώ
οπότε αναγκαστικώς τους χέζω.
Στραβά τη σκούφια μου φορώ (άλα της, στραβά η σκούφια)
Κι’ αν κατά λάθος μου ισιώνει πότε-πότε
έννοια σου, κιόλας τη στράβωσα.
τα μαγια
Έχω μια πίπα από κότσαλο σκαλιστό
κι’ ένα ζευγάρι αφτιά γαϊδάρου άλφα-άλφα.
– Υ-υ-ααά! μερακωμένος γκαρίζω,
κι’ από πέρα εσύ αποκρίνεσαι όλο νάζι: Ό ϊ ν κ !
Μι’ αγκαλιά γαϊδουράγκαθα μάζεψα
και πάω τώρα τη γκόμενα ν’ ανταμώσω.
– Υ-υ-ααά! σου κρένω (στη γλώσσα των πρωτοπλάστων)
και μ’ αποκρίνεσαι εσύ:
Όϊνκ! – Υ-ά α α! – Όϊνκ!
αν ηθελα…
Αν ήθελα (αν ήθελα) νάχω λεφτά πολλά και καταθέσεις
Αν ήθελα να ζω μ’ όλες τις σύγχρονες ανέσεις
Ε! Τότε ένας αστός θε να ’μουν ευυπόληπτος
όχι φτωχός κι’ άσημος καλλιτέχνης.
Αν ήθελα (αν ήθελα) τίμια το ψωμί μου να κερδίζω
Αν ήθελα καλούς απόγονους ν’ αφίσω πίσω
Ε! Τότες μπάτσος θα ’μουν…
ή τεχνοκριτικός…
κι’ όχι φτωχός κι’ άσημος καλλιτέχνης.
τζενη – το ποιημα της πισω πορτας
Κι’ όμως, τονε βρήκε
τον πρίγκιπα π’ ονειρευότανε
η Τζένη.
Κι’ όμως, κι’ είναι πλέον
κυρία του κυρίου
η Τζένη.
Κι’ όμως, στην πόρτα ακόμα εκείνος
με έχει κιόλας μπάσει εμέ απ’ το παράθυρο
με ποτίζει
κονιακάκι
7άρι παρακαλώ
με ταΐζει
γιουβαρλάκια απ’ τα χεράκια της
με ξαπλώνει
στο κρεβάτι της
(καμμιά φορά και στο χαλί)
με διώχνει ύστερα
πάλι απ’ το παράθυρο
η Τζένη.
Εκείνος σα γυρνά
Αχ! πώς λάμπει από ευτυχία
η Τζένη.
Στην οποία αποδίδεται η ρήση:
«- Ο άντρας που θα με γδύσει πρέπει πρώτα να με ντύσει».
Κι’ όμως, επειδή καλοπαντρεύτηκε
η Τζένη
όχι πως δεν ξέρει κιόλας ν’ αγαπάει.
sombrero
Αραχτός στη σκιά μιανού δέντρου μέσ’ στο κατακαλόκαιρο
– ίδιος μεξικάνος.
Σκέφτομαι ότι: η γη γυρίζει
μία περιστροφή περί τον ήλιο ανά 365 μέρες
περί δε τον άξονά της μια φορά το 24ωρο.
Και το λοιπόν,
ξημερώνει-βραδυάζει
Κι’ οι εποχές εναλλάσσονται (δις)
κι’ εγώ τώρα δα τ’ αχαμνά μου αερίζω σε τούτ’ τη σκιά.
Πόσο βλακώδη βρίσκω την έ(γ)νοια της ιδιοκτησίας!
Περιφράξεις και σύνορα, πόσο μάταια κι’ ανώφελα όλ’ αυτά!
Πατρίδα ο μεξικάνος δεν έχει:
Μια σκιά το καλοκαίρι (το χειμώνα μια λιαχτίδα)
είναι η πατρίδα του, το σπίτι του, το έχει του όλο κι’
όλο.
https://en.calameo.com/read/005607201b44f8a72bad7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου