Στη Χαρά και τον Τέο
Σπάνια βλέπω στον ύπνο μου όνειρα. Λέγεται πως οι τρελλοί δεν βλέπουν
καθόλου όνειρα.
Μ’ αποζημιώνει όμως το ξύπνιο γενναιόδωρα...
Είμαι στο τραίνο. Γύρω στα είκοσι, μικρότερος μάλλον. Στο βαγόνι, στο
διάδρομο, εγώ κι’ ένα ασκέρι Τσιγγάνοι, που επιστρέφουν στην Γιουγκοσλαβία από
δουλειές στην Ιταλία. Εγώ επίσης γυρνάω από Ιταλία. Μπες κατέ, μου κάνει ο
Μεγάλος. Κάθομαι μαζί τους. Στο σακκίδιό μου έχω δυο φιάλες κρασί και μια
γκράπα. Τα κοπανάμε. Γελάμε. Σε τί γλώσσα άραγε μιλάγαμε; Έχω ψιλοζαλιστεί. Μια
νεαρή Τσιγγάνα έχει κολλήσει τα γόνατά της στα γόνατά μου. Νόστιμη. Κάτι
παίζεται. Σκέφτομαι εδώ τώρα θα γίνει μακελειό. Μου λέει πως την λένε Μιάρκα, έτσι,
όπως την γιαγιά της, γιαγιά της ήταν η ηρωΐδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του
Ζαν Ρισπέν. Είμαι τύφλα και την πιστεύω. Με διαβεβαιώνει άλλωστε κι’ ο Μεγάλος
πως η μικρή λέει αλήθεια, δεν με κοροϊδεύει. Κλαίω – ίσως πρώτη μου φορά από
ευτυχία.
Παναπεί: είμαι άντρας πλέον!
(Από πόνο και δυστυχία κλαιν τα παιδιά, οι άντρες κλαιν από ευτυχία και
ομορφιά...)
Το τραίνο διασχίζει κάτι λιβάδια καταπράσινα.
Άγρια άλογα παραβγαίνουνε το τραίνο στη πηλάλα...
Σημειωτέον: Στο ίδιο βαγόνι, στα κουπέ, κυριλέ, ταξιδεύουν δυο πουτάνες
εξαίσιες, φελινικές εντελώς, λίγο γριές μα αξιαγάπητες, πίπα, καπελαδούρα κ.τ.λ.
Στην Λιουμπλιάνα, προβλήματα. Γίνεται έλεγχος. Μπουκάρουν οι μπάτσοι
στο τραίνο, ξεβιδώνουν την οροφή του βαγονιού. Βρίσκουν λαθραία τσιγάρα. Μας
κατεβάζουνε κάτω. Δεν έχω βίζα, ούτε λεφτά, ούτε είμαι σε θέση να συνεννοηθώ
μαζί τους. Μπορεί και να με περνάν για Τσιγγάνο. Νιέμα προμπλέμα. Ξεμένω στην
Λιουμπλιάνα. Με φροντίζουν κάτι ευγενικές δεσποινίδες που κάνουν πιάτσα στον
σταθμό των τραίνων υπό τα στραβά μάτια των μπάτσων της Λ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας.
Αυτές μεσολαβούν ώστε να τηλεφωνήσω στους δικούς μου στη πατρίδα να στείλουν
χρήματα για να μπορέσω να φύγω. Μόλις καταλαβαίνουν πως είμαι και νηστικός 3
μέρες σπεύδουν και μου φέρνουν μια ωραία κονσέρβα γίγαντες με λουκάνικο.
Ακόμα και σήμερα αν με ρωτήσετε ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό θα
σας πω γίγαντες με λουκάνικο, κονσέρβα.
Αναρωτιέμαι – ποια να ήταν η τύχη των τσιγγάνων συνταξιδιωτών; Της μικρής
μου Μιάρκα;
(Να θυμηθώ να ρωτήσω τον Κουστουρίτσα άμα τον πετύχω σε κανένα
γκαλά...)
Πίσω στην Αθήνα, αδειάζοντας το σακκίδιο:
2 αφίσσες του αναρχικού ζωγράφου και χαράκτη Flavio Constantini
μια πουκαμίσα
ένα τεφτέρι με στίχους
3 σχεδιάκια της Πασκάλ, μιας Γαλλιδούλας λατερνατζούς την οποία γνώρισα
στην Φλωρεντία (ένα απ’ τα σχέδια αυτά το χρησιμοποίησα ως εξώφυλλο της πρώτης
μου ποιητικής συλλογής)
ένα παντελόνι μπλου-τζην, που δεν μου χωράει, μικρό, μάλλον γυναικείο,
άγνωστο πώς βρίσκεται στο σακκίδιό μου
μερικά βινύλια:
2 δίσκοι των Area
το διπλό "The great white wonder" bootleg του Ντύλαν
Enzo Jannacci ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Dario Fo
Yves Montand ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Jacques Prevert
Κουβάλαγα κι’ ένα φύλλο της Lotta Continua, το οποίο όμως μου
κατασχέσανε οι μπάτσοι στην Λιουμπλιάνα... Μου δείχνανε τις φωτογραφίες με τα
σφυροδρέπανα και κάτι μου λέγαν, αλλά πού να καταλάβω, πώς να συνεννοηθείς με
μπάτσους – ακόμα και τους μπάτσους δηλ. μιας Λαϊκής Δημοκρατίας...
Για να το κλείνω:
Ο Κουστουρίτσα έχει δίκιο, η ζωή είναι ένα όνειρο!
Ο σταθμός της Λιουμπλιάνα γύρω στα 2010, ελάχιστα διαφορετικός από το ΄81. (Συγκινήθηκα, κάνω όρεξη για γίγαντες κονσέρβα) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου