Στο ντιβάνι απλώνομαι ευχαριστημένος, εκείνη γερτή στη φτερούγα μου, μετά τον έρωτα. Εκείνη μετρά τα παΐδια μου, εγώ ραχατεύω. Το παντελόνι μου στο πάτωμα χάμω. Σκαλωμένη η κάλτσα της σ’ έναν τόμο της Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ, στο κομοδίνο.
Η βουή – απ’ όξω – της μεγαλούπολης: μία λογοτεχνία αστυνομοκρατούμενη.
– Θοδωρή;
– Ε! της κάνω
– Τίποτα! Έτσι μούρθε απλώς να πω τ’ όνομά σου…
Μια χαρά! Μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό, αυτό της το «τίποτα» με βαστά στη ζωή μπορεί και μια ολάκερη εβδομάδα.
Και μια περιποιημένη ζωγραφιά του Βασίλη, κατάλληλη για την περίσταση:
Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου, Έρωτας, μολύβι, παστέλ και ακρυλικά |
υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή