1.
Χωρίς, προς Θεού να θέλω να θίξω κανέναν.
Είναι μία μεγάλη μερίδα του κοινού, που το
πιστεύει, πως οι ποιητές βρισκόμαστε εδώ για να τσαμπουνάμε χαριτωμένες
εξυπνάδες. Οι εξυπνάδες μας είναι η μεγάλη ατραξιόν των ποιητικών εσπερίδων –
κι’ είναι γι’ αυτές, που συρρέουν τα πλήθη πατείς με-πατώ σε στις ποιητικές
Τετάρτες ιδίως αλλά και τις Δευτέρες, για να μην αναφερθώ καν στις Τρίτες και
τις Παρασκευές, πάντ’ αδημονώντας…
Αυτό το έχω τσεκάρει.
Ιδίως οι γιαγιάκες, που είν’ οι πιο
φανατικές μας θαυμάστριες (μου, τουλάχιστον) γι’ αυτό και τις αναφέρω
ιδιαιτέρως και πιάνουν πάντα τις καλύτερες θέσεις, τις μπροστινές. Αλλά κι’ οι άλλοι,
αυτοί στα μεσαία καθίσματα, κι’ η γαλαρία ακόμα, όλοι! – όλοι!
Ούτε να το διανοηθούν ότι οι δόλιοι τα εννοούμε
όσα τσαμπουνάμε.
Ότι καμμιάν απολύτως δεν πουλάμε
παχυδερμία.
Ότι παχύδερμα είμεθα, τω όντι, ευαίσθητοι
μεν κι’ ευφυείς οπωσδήποτε, όπως άλλωστε επισημαίνουν όλες οι καλές
εγκυκλοπαίδειες των ζώων, αλλά εντελώς απλοί, ευθείς, άμεσοι…
(Αναφέρομαι φυσικά αποκλειστικώς και μόνον
στους ποιητάς της δικής μου συνομοταξίας, των παχυδέρμων…)
Να «καταπλήξομε το κοινό», συμπαθάτε με,
δεν είναι –ποσώς! ντιπ μαθές!– στις ευγενείς μας προθέσεις.
(Απορώ, μάλιστα, πώς, έξυπνοι άνθρωποι που
μου είστε, σας πέρασε τέτοι’ ανόητη ιδέα απ’ τον νου, πως άλλη όρεξη δεν είχαμε
απ’ το να κάνουμε για χάρη σας νούμερα…)
Απ’ την άλλη, εάν οι αγαθοί αστοί φίλοι
των γραμμάτων και των τεχνών επιθυμούν να μνέσκουν ενεοί και μαλάκες, χάσκοντας
και χαχανίζοντας, τάχα μου πως νογάνε, γούστο τους και καπέλο τους και δεν μου
πέφτει λόγος.
Λέω:
Π ά σ ο !
Οφείλω ωστόσο να διευκρινίσω:
Οι περίφημες «εξυπνάδες» μας δεν
εξυπηρετούν παρά βαθείς και ζωτικής σημασίας παχυδερμικούς σκοπούς:
ανακοινώνουμε π.χ. στους συντρόφους μας την ανακάλυψη ωραίας βρώσιμης
πρασινάδας και καρυδιών, καλούμε το ερωτικό μας ταίρι, απλώς ενίοτε
μερακλώνουμε στο μελιχρό φέγγος του δειλινού είτε στέλνουμε τέλος πάντων μια
καλησπέρα μας εις Παρισίους και Λόντρες, Δράμα, Κέρκυρα, Αγρίνιο, Λάρισα,
Κύπρο, Αυστραλία, Καναδά, Πατήσια, Σεπόλια, Κυψέλη κ.ο.κ.
Ναι.
Μάλιστα.
Ανυπερθέτως.
Έτσι.
Αυτά είχα να πω.
ΥΓ. Αν –αν– με διαβάζει ο κ. Υπουργός των
οικονομικών, υπουργέ, τί λες να με δάνειζες αν μπορείς κανά ψιλό;
2.
Εντάξει! Είμεθα τω όντι ευφυείς, και πλακατζήδες είμεθα, παχύδερμα μεν
αλλά ευαίσθητοι κάργα, μας αρέσουν οι πρασινάδες, τα καρύδια, τα παιδιά, όπως
και τα βιολιά, έχουμε ανεπτυγμένο το συναίσθημα της αλληλεγγύης, της φροντίδας
στον ανίσχυρο, η μνήμη μας είναι παροιμιώδης καθώς και το δυνατό κροσέ μας,
μολονότι γενικώς είμεθα ήσυχοι τύποι και τις φασαρίες τις αποφεύγομε –
έτσι;
Και κομψοί είμεθα, παρότι ατσούμπαλοι, στις ποιητικές βραδυές
εμφανιζόμεθα μ’ έν’ ανθάκι στο πέτο, πάντοτε, εν ανάγκη ραπανάκι.
Βαστάμε κι’ απ’ τον Arthur Cravan, άμα λάχει.
Πρακτικά αδυνατούμε ν’ αποδείξουμε πως δεν είμαστε ελέφαντας.
Αλλά και γιατί να τ’ αποδείξουμε;
ΥΓ. Επ’ ευκαιρία, κύριε Υπουργέ, δεν σε βλέπω και πολύ πρόθυμο για
κείνο το δάνειο που σου γυρέψαμε ανωτέρω. Μη σου βρίσκεται τουλάχιστον κάνα
τσιγαράκι;
Σημειωτέον: Το πρώτο εκ των δύο αυτών τούτων μανιφέστων πρωτοδημοσιεύτηκε στο καλό
πολύ καλό περιοδικό "Φαρφουλάς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου