robot city
Τενεκεδένιοι άνθρωποι
Μετά τη δουλειά
Στο τενεκεδένιο ετούτο μπαράκι ανταμώνουν
Για ένα ποτό και κουβεντούλα
Κι’ ένα ακόμα ποτό και τραγουδάκι
Κι’ η τενεκεδένια γκαρσόνα τις κούπες γιομίζει
Ξανά και ξάνα
Κι’ έχει υπέροχα μάτια πράσινα
Κι’ οι τενεκεδένιοι άνθρωποι μεθάνε για χάρη της
Ξεχνούν τα τενεκεδένια τους βάσανα
Για λίγο γίνονται άλλοι άνθρωποι ανθρώπινοι
Για λίγο, αλίμονο, γιατί σε λίγο σημαίνει μεσάνυχτα
Κι’ οι τενεκεδένιοι άνθρωποι το διαλάνε…
Πω, πω, χάλια! παραπατάνε
Το δρόμο παίρνοντας για την τενεκεδένια τους κλίνη.
αλλος
Ένας άλλος κοιμάται με την γυναίκα σου τώρα
Ένας άλλος
διαβάζει την εφημερίδα σου
καπνίζει το τσιγαράκι σου πίνει το καφεδάκι σου
Ένας άλλος
φοράει το παλτό σου το καπέλο σου
πηγαίνει στη δουλειά σου
τρώει το φαΐ σου
πληρώνει τους λογαριασμούς σου
ζει τη ζωή σου
Ένας άλλος
σε κυττάζει πίσω απ’ τον καθρέφτη· / και σε φτύνει.
πομπη κωλε΄
Μιανού ο κώλος παίζει το τρομπόνι
Μιανού άλλου ο κώλος παίζει την τρουμπέτα
Του χοντρού ο κώλος παίζει την τούμπα
Και παν… αργά…
αργά, στο ρυθμό της πένθιμης κωλοφανφάρας
Ήταν σπουδαίος κώλος
ο κώλος αυτουνού που είναι μέσ’ στην κάσα.
μιμικος και μαιρη
Πήγε στο σούπερ μάρκετ
Γυναίκα βρήκε
Στο ψυγείο με τα νωπά
Κυριακή την παντρεύτηκε
Στο φούρνο με πατάτες.
το μπαλκονι
Πότιζε τα λουλούδια της
και νά, γίνονται χέρια
τα λουλούδια
γίνονται κάτι άντρακλες
ντούροι νταβραντισμένοι
τα λουλούδια
γραπώνουνε την κυρά
σιμά τους την τραβάνε
τα λουλούδια
την κυρά ξεγυμνώνουν
της κάνουν έρωτα
έρωτα τα λουλούδια
κι’ εκείνη
ω! εκείνη γίνεται ένα
με τα λουλούδια η κυρά
άνθος της τρισευτυχίας
αχ, η κυρά των λουλουδιών.
ο ανθρωπακος
Είν’ ο ανθρωπάκος
που πάει στη δουλειά του
νωρίς το πρωί
με σηκωμένους ως τ’ αφτιά τους γιακάδες
με την ομπρέλα του, αμίλητος
με μια ομίχλη ντιπ λονδρέζικη γύρω του
ίδιος τάλε κουάλε ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης.
Το έκτακτο παράρτημα της εφημερίδας
γράφει για τ’ αποτρόπαια όνειρα της νύχτας του.
ξημερωνει
Ξημερώνει… Ώρα να πηγαίνεις.
Σιγά μαζεύεις το μπράτσο σου κάτω απ’ το κεφάλι της.
Ντύνεσαι βιαστικά, χτενίζεσαι, ανάβεις τσιγάρο
Να κοιμάται την αφίνεις
Δεν την αποχαιρετάς
Την πόρτα ωστόσο καθώς κλείνεις κοντοστέκεις
Μια τρυφερή ρίχνεις ματιά πίσω, ίσως κι’ αναστενάζεις.
Η Ζωή! Όμορφη που ’ναι, σαν αγαπημένη
της μιας νύχτας!
Τη σκάλα τώρα κατεβαίνεις
Και πεθαμένος χάνεσαι στο πλήθος μέσα των πεθαμένων.
βροχη μετεωριτων
Κορίτσια πέφτουν
στην ουράνια απόψε γέφυρα ομορφιάς.
Ω! Οι μικρές μου στάρλετ
οι περσίδες που τις λέγαν οι παλιοί
Ωσάν άγγελοι με αποκαλυπτικά μπικίνι
Από λάθος φωτιά φλεγόμενες.
Ονειρεύονται καριέρες… πρίγκιπες…
Οι καϋμένες!
Απόψε λάμπουν μες στα σκότη της καρδιάς μας
Απόψε ζουν το παραμύθι τους.
Στο φινάλε, τί θ’ απομείνει
είναι γνωστό:
λευκή σάρκα ημερολογίου σε ένα ποίημα φαναρτζίδικο.
αναληψη
Πηγαίνεις
βιαστικός
ως συνήθως
έγνοιες σε κυνηγούν
σκοτούρες
υποχρεώσεις
οι δαίμονές σου
και ξάφνου
η αναπάντεχη σκάλα μπροστά σου
ούτε που το σκέφτεσαι
πιάνεις κι’ ανεβαίνεις τη σκάλα
κι’ ανεβαίνεις
κι’ ανεβαίνεις
κόσμος μαζεύεται γύρω
(από κάτω)
έκπληκτοι
τα μάτια τους τρίβουν
τη σκάλα κανείς φυσικά δεν την βλέπει
η σκάλα υπάρχει μόνο για σένα
σε περνούν με συγχωρείς για βλαμμένο
κι’ εσύ
τους στέλνεις φιλάκια
δίκην ευλογίας
καθώς χάνεσαι μες στα σύννεφα
και τότες
απ’ το γιακά σε γραπώνει
ο χωροφύλακας
στη μέση του τυλίγεις το χέρι σου
και χορεύετε
και χορεύετε
…βαλς στα σύγνεφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου