Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Η Μπαλάντα της Πλατείας



ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Εν αρχή ην η Πλάκα. Ένας τύπος που γυρίζει με μια κιθάρα. Όποιος γυρίζει μυρίζει, όποιος κάθεται βρωμάει – σοφή παροιμία. Τα Εξάρχεια. Ένα βιβλιοπωλείο οπού μαζεύονται διάφοροι μαλλιάδες περίεργοι. Ο υπόγειος τύπος. Η ποίηση των τοίχων. Ταξίδια διάφορα – στα νησιά, στα εξωτερικά, στα εσωτερικά. Με ωτοστόπ. Με τριπάκια. Με γάρα. Vivere freakolosamente. Σεξ, πολύ σεξ, αλλά και βία, μάλλον καλλιτεχνική. Οι καλλιτέχνες όταν αστειεύονται δεν αστειεύονται. Το ξεχασμένο σήμερα πλην ένδοξο μνημείο Μίλκο! Τα ημιϋπόγεια κι’ οι ταράτσες. Η υπόγα του Νικόλα. Η μπάντα της πλατείας Εξαρχείων. Ροκ και κροκ. Sittin’ on the top of the world, στου Στρέφη. Στα σκαλιά και τα γρασίδια. Στους καφενέδες, στην μεγάλη προσμονή του απρόσμενου που λέει κι’ ο Walter Benjamin. Τα ανέξοδα φαγοπότια των νέων φρανσουαβιγιονικών μας. Αναρχία και ζωή. Καβγάδες. Ο άνθρωπος που ανέβηκε μια σκάλα που δεν οδηγούσε πουθενά και ο άνθρωπος που πήδηξε ένα βουνό χωρίς να υπάρχει λόγος. Του Κίτσου η μάνα. Ξεστράτες και αδιέξοδα. Φρηκολόγιον και Μπητολόγιον. Άλλος για Ρώμη τράβηξε κι’ άλλος για το Μαρόκο κι’ άλλος μες στα τρελλάδικα…
Κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Μια έξαλλη δεκαετία που σπατάλησε τα παιδιά της αλλά άφισε ένα σπουδαίο βαθύ σημάδι στις τέχνες μας και τα γράμματα και τα ήθη. Αυτό θα αναγνωριστεί συν τω χρόνω.
Ακόμα και οι φιλόλογοι θα αναγκαστούν να παραδεχθούν πως ο πληθυντικός της Αίγινας είναι «γίναμε»!

Η Μπαλάντα της Πλατείας δεν εξωραΐζει τίποτα και τίποτα βεβαίως δεν δαιμονοποιεί. Ο Χρήστος, με ειλικρίνεια κι’ ευθύτητα, χωρίς περικοκλάδες, ξεδιπλώνει τις μνήμες του και τις σκέψεις του, αυτά κι’ αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε και προκόψαμε, και δεν το λέω καθόλου ειρωνικά τούτ’ το τελευταίο: ούτε Στουρνάρας γίναμε ούτε Κούλης εμείς, για να μας κοροϊδεύουνε οι αλήτες!
Αυτά για την ώρα. Χαίρετε και καλή ανάγνωση.

Θεόδωρος Μπασιάκος, ο Γκαγκάν





Χρήστος Ζυγομαλάς, Η Μπαλάντα της Πλατείας
Κυκλοφορεί, με πρόλογο Μπασιάκ παρακαλώ, από τις εκδόσεις Ρενιέρη-Comicon, 
τιμή: κάνα δεκάρικο.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΝΤΑΣ...


1


Καταρχήν η γνώμη μου είναι πως τα Εξάρχεια της δεκ. ’70 και ’80 είναι η ελληνική εκδοχή του Χέιτ Άσμπερι των χίπηδων και του Γκρίνουιτς Βίλατζ των μπήτνικ, της Μονμάρτρης των μποέμ καλλιτεχνών (αλλά και κάθε καρυδιάς καρυδιού) καθώς και των καφέ κλπ. της αριστερής όχθης του Σηκουάνα στα 60s, του Αρμπάτ της ανήσυχης νεολαίας της Μόσχας…
Τα Εξάρχεια, παρότι είναι συνυφασμένα και στενά συνδεδεμένα με την επανεμφάνιση μετά από πολλά-πολλά χρόνια των αναρχικών στην Ελλάδα, ή τουλάχιστον των αναρχικών ως κίνημα, εντούτοις έχουν έναν χαρακτήρα κατά βάσιν πολιτιστικό και ηθικό, με την έννοια της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής, ενός τρόπου ζωής, μόντους βιβέντι που λέει και ξαναλέει ο Χρήστος στο βιβλίο του.
Είναι η «πρωτεύουσα» του αντεργκράουντ, του ροκ και της νεανικής κουλτούρας, των πιο ψαγμένων και πιο ανήσυχων νέων, που πασκίζουν να συνδεθούν με τις ανάλογες εξελίξεις στην Ευρώπη και την Αμερική – τα κινήματα και τα γεγονότα… πολιτικά μα και καλλιτεχνικά κλπ.

(Τις «καταστάσεις» μ’ αρέσει να λέω…)




2


Ποιο είναι αυτό το μόντους βιβέντι;
Είναι οι μπητ, νομίζω, καταρχήν – και δευτερευόντως οι χίπις. Μιλάω χοντρικά. Ή οι γίπις, δεν θυμάμαι πότε κυκλοφόρησε στα ελληνικά το Do It.
Οι beats, οι «χτυπημένοι» όπως τους αποδίδει σε ένα νεανικό άρθρο ο Μήτσος ο Πουλικάκος, γύρω στα 1963:

«Τεντυμπόϋδες, αλήτες, επιστήμονες, καθηγητές, μαθητές, κατάδικοι, τεμπέληδες, γόνοι καλών οικογενειών, πάμπλουτοι, πάμφτωχοι, ένα συνονθύλευμα όλων σχεδόν των κοινωνικών τάξεων, οργώνουν εδώ και δέκα χρόνια (και περισσότερα) όλο τον κόσμο σπέρνοντας γύρω τους το χιούμορ, την ελεύθερη σκέψη, την καλοσύνη, το βίτσιο, την καταστροφή (όχι συχνά), ένα ρομαντισμό, μια αηδία για τη γενική κατάντια των ανθρώπων…»
«Νέοι και νέες, ρομαντικοί, χτυπημένοι (Beats), ρακένδυτοι πολλές φορές, ξυπόλυτοι, με αχτένιστα μαλλιά, επηρεασμένοι από τις παραδόσεις, κυρίως του υπερρεαλισμού και του υπαρξισμού, οργώνουν την χώρα. Με auto-stop, με καράβια φορτηγά, με τραίνα. Μετακινούνται κάθε τόσο από πόλη σε πόλη, από Πολιτεία σε Πολιτεία, από χώρα σε χώρα χτίζοντας τον κόσμο τους. Κόσμος, που είναι σε απόλυτη γνώση της πραγματικότητας κι όμως ζει εντελώς έξω απ’ αυτήν.
Κυκλοφορούν παντού. Στο Greenwich Village, στην 5η Λεωφόρο, στο Los Angeles, στα Παρισινά καφέ. Κοιμούνται με τους clochards, στις όχθες του Σηκουάνα, συναντιούνται στη Ρώμη, στο Saint-Germain, στο Piccadilly, στου Παπασπύρου.
Κάνουν ό,τι θέλουν στο μέτρο που τους επιτρέπουν τα οικονομικά τους. Δουλεύουν όσο το δυνατό λιγώτερο μπορούν. Κυττάνε να βρίσκονται σε ζεστά κλίματα με εύκολο τρόπο ζωής….»


Οι μπατιροτουρίστες…

Ας διαβάσουμε και μερικά αποσπάσματα πικάντικα του επίσημου Τύπου της εποχής – γύρω στο ’70 αυτά:

«Τουρισμός θα πη πρόοδος και όχι επάνοδος στη ζωή της ζούγκλας...»
«…Καραβάνια ολόκληρα βρωμερών και αδεκάρων ‘ωργισμένων νέων’ οι οποίοι αυτοαποκαλούνται ούτω διά να καλύψουν την αλήτικήν των επίδοσιν κατακλύζουν με ένα σακκίδιον ως αποσκευήν την χώραν μας από του ενός εις το άλλον άκρον. Ανήκουν και εις τα τρία φύλα του ανθρωπίνου γένους...»
«…Η ακούρευτη μαλλαδούρα των τουριστών σε σύγκρισι με το κοντό παντελόνι τους δημιουργεί το ερώτημα: Γιατί κόβουν με το ψαλλίδι το παντελόνι τους και όχι τα μαλλιά τους;»
«…Δεκάδες επιστολαί από όλα σχεδόν τα σημεία της χώρας προς τας αστυνομικάς αρχάς και τον Οργανισμόν Τουρισμού καταγγέλλουν και αναφέρουν εκδηλώσεις παρανομίας, κακής διαγωγής, εξοργιστικής συμπεριφοράς, ελαφράς συνειδήσεως, χαλαρής ηθικής κλπ. εκ μέρους αλητοπαίδων τουριστών οι οποίοι περιπλανώνται… ρακένδυτοι, πεινασμένοι, ακάθαρτοι. Οι γενειοφόροι κατά το πλείστον νεαροί τουρίστες και οι κοπέλλες με το κοντό σλιπ και την ελαφροτάτην αποκαλυπτικήν περιβολήν κοιμούνται όπου λάχει… τρέφονται όπως τα πετεινά του ουρανού… πλέκουν τα ερωτικά των ειδύλλια με χαρακτηριστικήν περιφρόνησιν προς τη στοιχειώδη σεμνοτυφία» κλπ. κλπ.

Για να λέμε τα πράματα με το όνομά τους, τέτοιοι ήμασταν κι’ εμείς  και φαινόμασταν!




"Ένα αξιοθρήνητο ζευγάρι..."


Στο φινάλε πλάκωσε η ηρωΐνη και αναχαίτισε εκείνη την ας την πούμε πολιτιστική και ηθική επανάσταση. Τα Εξάρχεια αποκεί και πέρα δεν ήταν πια τα ίδια, από το ’85 και μετά, αλλά το τι ακριβώς είναι είναι ένα θέμα άλλου βιβλίου – π.χ. του Είμαστε τρελοί κι ευτυχισμένοι ή του μυθιστορήματος του Ζάχου που κυκλοφόρησε πρόσφατα και πάει λέγοντας, (γενικά υπάρχει ένα αυξημένο εκδοτικό ενδιαφέρον για το φαινόμενο Εξάρχεια τον τελευταίο καιρό)… και φυσικά των ιστοριών του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα και των πρόσφατων εξελίξεων.
Η ηρωΐνη βέβαια πάτησε κιόλας πάνω σε αδιέξοδα κι’ όχι μόνο δημιούργησε αδιέξοδα. Υπαρξιακά αδιέξοδα. Άλλοι στράφηκαν στη θρησκεία ή σε θρησκείες, κι’ ο ίδιος ο Χρήστος κάποια στιγμή. Πολλοί γινήκαν καλόγεροι στα παλαιοημερολογίτικα μοναστήρια: ο Μπάμπης ο Φλου π.χ., αν και αμφισβητείται αυτή η ιστορία, πολλοί πάντως γνωστοί μας και φίλοι κολλητοί, ο Ξεπ ο αδελφός της τωρινής συντρόφου μου κ.ά. 
(Είναι και τα μοναστήρια μια μορφή κοινοβίου… Προφανώς δεν κατάφεραν να «διαχειριστούν» την ελευθερία των χίππικων κλπ. κοινοβίων…)

Και εκτός από την ηρωΐνη θέλω να θίξω και την ανάπτυξη του Τουρισμού, της βιομηχανίας του τουρισμού.
Τώρα έχει έρθει ο οργανωμένος τουρισμός, που δεν αφίνει παραλία για παραλία ελεύθερη και ισοπεδώνει τα πάντα – και προπάντων τα μυαλά των ανθρώπων. Δεν αντιλαμβάνονται ότι όχι μόνο οι μπατιροτουρίστες μα και οι «καλοί» κι’ ευπρόσδεκτοι τουρίστες ερχόντουσαν στα νησιά μας και τα χωριά μας για την γραφικότητά τους και τους καλούς αγνούς φιλόξενους ανθρώπους (ενδεχομένως και τους αφελείς μα ντούρους επιβήτορες!)
Και τα τρένα έχουν γαμηθεί. Δεν είναι πια τα τρένα που ήσαν, κινούμενα κάμπινγκ που έσφυζαν από ζωή. Όπου σημασία είχε το ταξίδι και όχι ο προορισμός.



Διάλειμμα: τραγούδι! Οι Τουρίστες του Πάνου Σαββόπουλου





















3


Πέρυσι* τέτοιο καιρό ο Χρήστος μου εμπιστεύτηκε κάποια γραπτά του. Αν θυμάμαι καλά τη σειρά των γεγονότων, κάτι είχα γράψει εγώ για την Σόνια την τραβεστί, κάπου ψιλοδιαφωνήσαμε για την ημερομηνία της δολοφονίας της (εγώ είχα δίκιο, αλλά δεν έχει σημασία), μου στέλνει λοιπόν τα γραπτά και ταυτόχρονα με παραπέμπει στο YouTube όπου πρόσφατα τότε είχε ανεβάσει ένα μοναδικό ντοκουμέντο ηχητικό από το ΣΥΜΒΑΝ ΚΡΟΚ στο Σούσουρο.
Τι ήτανε τα γραπτά αυτά: Πάνω-κάτω τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας τώρα, σε μια αρχική μορφή. Τους έριξα μια βιαστική ματιά. Ηλεκτρονικά μου τα έστειλε. Ώπα, είπα. Εδώ κάτι γίνεται!
Τα εκτύπωσα, για να μπορέσω να τα διαβάσω στην πρέπουσα στάση – οριζοντίως, και ουχί ως διανοούμενος και δη σύγχρονος, στο γραφείο, από έναν υπολογιστή κλπ.
Τα γραπτά με συνεπήραν, αμέσως, από την πρώτη στιγμή. Οι ιστορίες ξετυλίγονταν σαν του Κέρουακ το On the Road αλά ελληνικά.
Αυτοβιογραφία κατά βάσιν, αλλά και ένα χρονικό μιας εποχής.
Επιπλέον, επρόκειτο για καταστάσεις στις οποίες κι’ εγώ ο ίδιος ρίχτηκα και συμμετείχα, κυρίως λίγα χρόνια μετά τον Χρήστο βέβαια, περί τα μέσα της δεκαετίας που καλύπτει, δηλ. από το 1974 ίσαμε το 1985… Εγώ γύρω στο ’78 (;) οπού άρχισα να συχνάζω στα σκαλάκια του Μουσείου… κι’ ολοένα τραβιόμουν προς την Πλατεία. Το 1980, στα 17 μου έπιασα κι’ ένα ημιυπόγειο στην Μεθώνης, ένα δρόμο πάνω από την Οικονόμου οπού είχε ο Χρήστος την σοφίτα του!
Εν πάση περιπτώσει, η αφήγηση του Χρήστου με συνεπήρε διότι ζωντάνευε α-κρι-βώς το κλίμα των καιρών. Αυτά περίπου που συνοπτικά σημειώνω στον πρόλογο που τελικά μου γύρεψε και του έγραψα για το βιβλίο. Ένα είδος πίνακα περιεχομένων του βιβλίου, μιας και δεν υπάρχει άλλος πίνακας περιεχομένων στην έκδοση.
(Οφείλω εδώ να σημειώσω πως εμείς οι λίγο νεότεροι μάλλον βρήκαμε έτοιμα όσα ο Χρήστος και οι άλλοι δημιούργησαν! Βάλαμε εννοείται κι’ εμείς τις πινελιές μας, άκρως ενδιαφέρουσες αλλά θέμα άλλου κεφαλαίου αυτές…)
Να σημειώσω μόνο κάτι για έναν άνθρωπο πολύ σημαντικό για μένα:
Ο μπασίστας της μπάντας του Χρήστου και του Νικόλα, ο Κωστής (ο μόνος ίσως άνθρωπος στον οποίο αναφέρεται ο Άσιμος στους Κροκάνθρωπούς του μόνο με καλά λόγια και επαινεί την ακεραιότητα του χαρακτήρα του) ήταν αυτός που μου έδειξε τα πρώτα ακόρντα στην κιθάρα… αυτό στα Πατήσια και τον Περισσό απ’ όπου ξεκίνησα… Υπήρχαν τέτοιες παρέες, ροκάδες ας πούμε αλλά λίγο πιο στο ψάξιμο, πιο αμφισβητίες, όχι μέινστρημ, σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας κι’ όχι μόνο… Και άτυπα ήδη είχαμε ανακηρύξει τα Εξάρχεια πρωτεύουσα αυτού του υπόγειου δικτύου νέων…
Ο Κωστής ο Παπανικολάου λοιπόν μου είχε ορμηνέψει: στο ροκ ξεκινάμε σκάβοντας και σκαλίζοντας και καλλιεργώντας την μαύρη μας ψυχή, τα μπλουζ, την τζαζ, κι’ όχι φιλοδοξώντας να γίνουμε αστέρες της ποπ.
Είχα μείνει στα πρώτα εκείνα γραπτά. Ρε συ, του κάνω. Μου κάνει, θα γράψω βιβλίο, χρόνια το ήθελα να γράψω για αυτά τα πράγματα. Κάθε μια-δυο μέρες μου έστελνε 3-4-5 σελίδες, ένα-δυο-τρία κεφάλαια, νέα επεισόδια, νέες περιπέτειες. Ωμά γεγονότα, λίγος προβληματισμός, περισσότερο ανάδειξη των ανησυχιών εκείνης της γενιάς και ειδικά του κομματιού που ονομάστηκε freaks. Φρηκιά και μπήτνικς. Μάλλον εγώ όπως και ο Χρήστος ως μπητ αυτοπροσδιοριζόμασταν, αλλά εντάξει, φρηκιά ήμασταν!
Τα άλλαζε τα γραπτά του ο Χρήστος, κιόλας, συνέχεια διόρθωνε, πρόσθετε, όλο κάτι θυμόταν.
Μπορώ να το ονομάσω και ταξιδιωτικό αυτό το βιβλίο, όχι τόσο επειδή περιγράφει ταξίδια αλλά κυρίως γιατί παρουσιάζει ένα πνευματικό ταξίδι, μια αναζήτηση… έναν «δρόμο που (ίσως) δεν οδηγεί πουθενά» αλλά δίνει ένα νόημα στη ζωή, δεν την χαραμίζει σε ταπεινές φιλοδοξίες για χρήμα κλπ.

Γι’ αυτό σημείωνα στον πρόλογο – δεν μπήκε αυτό το κομμάτι – ότι γι αυτό εμείς προκόψαμε και δεν γίναμε ούτε Στουρνάρας ούτε Κούλης για να μας κοροϊδεύουνε οι αλήτες, ιδίως όταν έχουμε τη φωλιά μας λερωμένη με σκάνδαλα σαν αυτά που προέκυψαν πρόσφατα και ταυτόχρονα φωνασκούμε περί Μακεδονίας, περί εκλογών και φυσικά περί σχεδίων κάθαρσης των Εξαρχείων.










Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι από τα προσωπικά αρχεία του Χρήστου Ζυγομαλά.
Τα αποκόμματα των εφημερίδων τα αλιεύσαμε από το διαδίκτυο...










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου