Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Τα σχολειά μου... ή ο Θεόδωρος μαθητής








1.

Μ’ έστελνε η μανούλα μου τα γράμματα να μάθω
μα εγώ σε κάτι υπόγεια ντουπ-ντουπ τα δωδεκάμετρα
(άϊντε και κάνα τρίφυλλο).

Εμείς από κάτι γκρουπάκια συνοικιακά ξεκινήσαμε.

Από την μουσική βρεθήκαμε στα γράμματα, απ όλο αυτό το πράμα που συνοπτικά ονομάστηκε ροκ και νεανική κουλτούρα.
Είναι αλήθεια ότι μας επηρέασε πολύ ο Μπομπ Ντύλαν  νόμπελ λογοτεχνίας 2016 παρακαλώ.
Απ τον Μπομπ Ντύλαν μάθαμε και τον Ντύλαν Τόμας.
Ντύλαν Τόμας πρωτοδιαβάσαμε στο περιοδικό "Πάλι", το περίφημο ανάτυπο των 6 τευχών: Έρωτας στο Άσυλο.


Ήταν ο Κώστας ο Παπανικολάου, που μου έδειξε τα πρώτα ακόρντα στην κιθάρα. Στο ροκ, με ορμήνευε, ξεκινάμε ψάχνοντας τα μπλουζ και καλλιεργώντας την μαύρη μας ψυχή κι’ όχι φιλοδοξώντας να γίνουμε αστέρες της ποπ. Συμβουλή πολύτιμη, κυρίως για τον ποιητή.

Για την ιστορία: Ο Κωστής υπήρξε εκτός των άλλων μπασίστας των Exarchia Square Band. Παραπέμπω σε βιβλία: την "Μπαλάντα της Πλατείας" του Ζυγομαλά και το "Αναζητώντας τους Κροκάνθρωπους". 

(Σημειώνω πως είναι ο μόνος άνθρωπος/συνεργάτης για τον οποίον ο Άσιμος αισθάνεται την ανάγκη να πει μόνον καλά λόγια και να επαινέσει την ακεραιότητα του χαρακτήρος του...)
Μεγάλο ταλέντο!
Τζάκο Παστόριους και βάλε!
Κάποιο φεγγάρι είχαμε κι εμείς φτιάξει μαζί του ένα γκρουπάκι, με το οποίο εμφανιστήκαμε μία και μοναδική φορά σε μια κατάληψη στα ΤΕΙ του Αιγάλεω, ΚΑΤΕΕ πρέπει να λεγόντουσαν τότε.
Το γκρουπάκι μας ονομαζότανε: Το πτώμα που θαψες πέρυσι στον κήπο φύτρωσε, δεν σάπισε (ή κάπως έτσι, δεν θυμάμαι ακριβώς, παρωδία ενούς στίχου του T.S.Eliot).


Στην φωτο: Μη με ψάχνετε εμένα... Στη φωτό είναι ο Κωστής μ ένα άλλο γκρουπάκι συνοικιακό κι αυτό. Δεν θυμάμαι τα ονόματα των άλλων παιδιών. Οι Τρίλοτζι, στο Πόρτο Ράφτη. Στα τύμπανα ο Κλέων, σήμερα κιθαρίστας των Mode Plagal.

ΥΓ. Θυμίστε μου: θέλω να γράψω για τις αυγοθήκες, ηχομονωτικό σούπερ. Σκέφτομαι τον τίτλο: Η συμβολή των αυγοθηκών στα νεοελληνικά γράμματα!


Φωτο: Ο Μπασιάκ σε άλλη συναυλία στην Παραλία Μαραθώνος, γύρω στα 1980. Δεξιά οι στίχοι ενός από τα τραγούδια μου σε στυλ πρώϊμου Μπομπ Ντύλαν. 
(Δεν πολυφαίνονται οι στίχοι αλλά με ένα κλικ στη φωτογραφία φαίνονται: Πόσο αξίζει μια φωνή λαϊκιά / Άδειο το πιάτο μα γιομάτη η καρδιά. / Για νάρθω εδώ περπάτησα πολύ / βάρα ταμπούρλο και κλάψε βιολί. / Πόσο αξίζει μια φωνή λαϊκιά / Φάλτσα βαράω τον ψεύτη τον ντουνιά. / Πόσο αξίζει μια λαϊκιά φωνή / Ρίχτε ό,τι έχετε χαρά μες στο σκουφί.)
Στη συναυλία εκείνη, μαζί με ένα ερασιτεχνικό γκρουπάκι ονόματι Dr Spok & his Summertime Blues Band κι’ ένα ακόμα σχήμα κλαπατσιμπάλων και χορωδία ονόματι Μαύρη Μαυρίλα στο Μαύρο Μαραθώνα, περάσαμε πολύ ωραία και μόλις σχόλασε η συναυλία, με τη δύση του ήλιου δηλ. για να προβληθεί κι’ η προγραμματισμένη ταινία στο εν λόγω θερινό σινεμά, οι αρβανίτες του Κάκαρη μας επιτέθηκαν με λοστούς στην πλατεία απέναντι που μαζευτήκαμε και φωνές: Όξω τα φρικιά απ’ τον ηρωϊκό μας Μαραθώνα και τέτοια. Τις φάγαμε αλλά τις φάγαν κι’ αυτοί.



Το μισό Πτώμα που έθαψες στον κήπο κλπ. κλπ. 
(Στα τύμπανα ο αδελφός μου ο Βασίλης, στην κιθάρα ο Ζόμπολας, ο οποίος όμως συνήθως έπαιζε μπάσο...)


2.

Γυμνάσιο πήγα στο 22ο αρρένων, στην Γκράβα, που ακόμα τότε ήταν υπό κατασκευήν. Κάτω από τα κτίρια υπήρχε –προφανώς ακόμα υπάρχει– ένα δίκτυο υπονόμων, όπου συχνά τρυπώναμε για να βρεθούμε στο παραπλεύρως γυμνάσιο θηλέων να πούμε ένα «γειά» στα κορίτσια.
Τα καπάκια, πώς τα λένε, τα σφράγισαν αργότερα, σα φοιτούσα στην έκτη, όταν ένας συμμαθητής χρησιμοποίησε τους υπονόμους για να ανατινάξει τα γραφεία καθηγητών…
Ο εν λόγω συμμαθητής, αργότερα, αφού έζησε καμμιά 10αριά χρόνια στην Πρέβελη, σ’ ένα κοινόβιο φρηκιών, κατέληξε εντέλει καλόγερος σε μοναστήρι παλαιοημερολογιτών.
Ένας άλλος απ’ την παρέα, ο Νίκος, ο μετέπειτα Γκόας, έφυγε για Ινδία. Φυλακή στην Βομβάη. Αφίνεται ελεύθερος με εγγύηση μέχρι τη δίκη, τον απειλούν κάποιοι συγκρατούμενοι να τους βγάλει κι’ αυτούς, τρομοκρατημένος την κοπανάει με τα πόδια και ποδήλατο για Νεπάλ (Δελχί-Κατμαντού με τα πόδια και ποδήλατο, μάλιστα!) όπου έχει ξεσπάσει μαοϊκή επανάσταση κι’ είναι τα αεροδρόμια κλειστά. Πέθανε πρόσφατα, στην Αμαλιάδα, από ζουζού είπαν, μάλλον όμως κοκό  είχε κι’ από παιδί ένα πρόβλημα με την καρδιά.
Πίσω, στο σχολείο.
Έτρεφα θαυμασμό για κάποιους συμμαθητές, λίγο μεγαλύτερους, που τους έβλεπα να γυρνάν συνέχεια μαζί. Θυμάμαι τα ονόματά τους: αφοί Βανδώροι, Λεό Ζάππας κι’ ο Λούκυ-Λουκ. Αυτοί ντυνόντουσαν σαν τον Μπακούνιν, παλτουδιές και γιλέκα πλεκτά. Αυτοί με λέγαν «Μορτίνο».
(Άλλοι μ’ έλεγαν Στράγκλερ…)
Ο Λούκυ-Λουκ μια μέρα μου πάσαρε μια εφημερίδα, το “Οδόφραγμα”. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι ποιοι τη βγάζαν, ούτε πρέπει να ξαναβρήκα ποτέ κάποιο άλλο φύλλο. – Θυμάμαι μόνο τη φωτογραφία του Φελέκη στην τελευταία σελίδα, με χειροπέδες και τη γροθιά υψωμένη.

Περί παλτουδιών: Πέθανε ο παππούς μου ο Θόδωρης και μου άφηκε το παλτό του. Ήμουν έτσι πλέον κι’ εγώ σαν τους μόρτες που αναφέρω πιο πάνω πως θαύμαζα. Είχε και μεγάλες τσέπες για να τις φορτώνω με βιβλία, τον Ρεμπώ, τους «Καταραμένους» κ.ά. τέτοια που μας συγκινούσαν τότε…
Το παλτό σκίστηκε όταν με δέσανε, το ’81, σε ένα συλλαλητήριο αναρχικών. Το φύλαγε η μάνα μου, με τα αίματα. Δεν ξέρω τί απόγινε.



                                                  

Ο Νίκος ο Γκόας, λίγο μας πει μπάϋ-μπάϋ, 
στο σπίτι μας στην Αμαλιάδα.




Κι’  ένα σκίτσο του Μήτσου του Ινδιάνου, συμμαθητής κι’ αυτός από το ΚΒ’, καλό παιδί. Ερχότανε και στο στούντιο-κοινόβιό μας στην πλ. Παπαδιαμάντη.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου