Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Με τα χέρια στις τσέπες κ.ά. ποιήματα



με τα χερια στις τσεπες


Γράφω
με τα χέρια στις τσέπες,
αλά σουλατσαδόρος.
Γράφω με τα πόδια,
στο δρόμο.
Οι βόλτες μου είναι η ποιητική μου συλλογή.
(Κυκλοφορεί!)
Τα γραπτά μου – απλώς κάποια ίχνη π’ αφίνω πίσω μου
κι’ αργά ή γρήγορα θα χαθούν·
ελαφρές πες μελωδίες που σφυρίζω αδιάφορα
καθώς διασταυρώνουμαι με τίποτ’ ύποπτους μπάτσους…



 ενας υπουργος μπασιακος. . .


Ουδεμία σχέση!
Εγώ είμαι ο  ποιητής Μπασιάκος.
Κι’ από ’δώ, η κυρία γροθιά μου.
Συνεννοηθήκαμε πιστεύω.



ουτε να το σκεφτεστε


Ούτε με σφαίρες
Ούτε με το μαχαίρι στο λαιμό
Ούτε με σίδερα στα χέρια
Ούτε στην εξορία στην απομόνωση
στο λάκκο με τα σκατά
Ούτε καν για χάρη των τσουπιών μου –

Το κρασί μου εγώ δεν το νερώνω.



αν ηξερε. . .


( «Ζε σουί λ’ εγγονό ντ’ Εγγονό»
λέει ο Μπασιάκος ).

Ο Εγγονόπουλος
λέω,
αν ήξερε πως πήρε στο λαιμό του
τον φερέλπιδα νέο φαρμακοποιό (ή κάτι τέτοιο)
που οι δόλιοι γέροι μου περίμεναν να με καμαρώσουν
ίσως τότες
δεν θα έγραφε την σπαραχτική ετούτη κοτσάνα –
πως τάχα μου λίγη δώσαν και δίνουν σημασία στα ποιήματά του.



γειαχαρανταν, μορτες!


Ως γνωστόν, το πεπόνι παγώνει αλλά το παγόνι δεν πεπώνει.

Αυτά, επί τροχάδην, για να μου πάρει τρέχοντας ο αέρας το καπέλο
διότι δεν χρειάζομαι καπέλο εγώ – τί να το κάμω;



ρακι


                                                                 στον Σταμπάκη

Μ’ αρέσει να τα πίνω με τους σουρρεαλιστές
Είναι γερά ποτίρια
Εντελώς ρώσσοι
Αυτοί άμα πίνουν πίνουν για να μεθύσουν όχι μισές δουλειές
Αυτοί έκαναν την μία από τις δύο μεγάλες επαναστάσεις
του εικοστού αιώνα.
Ο Μπασιάκ ο μάγκας (χαίρετε!)
τους βγάζει το φρανσουαβιγιονικό του καπέλο.



λεφτα μπαρμπα


Λεφτά δώσε μου μπάρμπα
κι’ έννοια σου, ξέρω τί να τα κάμω.
Εγώ τί χρειάζομαι:
ένα στρώμα
ένα τασάκι ένα τσιγάρο
τον Λωτρεαμόν για προσκεφάλι
μια αράχνη να κρέμεται από πάνω στο ταβάνι…
Αυτά μαθές μου είναι υπεραρκετά
(Η πλήξη, η μοναξιά του καλλιτέχνη
κι η Μαριγούλα έπειτα που μου χτυπά το τζάμι
και της ανοίγω κ.τ.λ.)
Παρά ταύτα, δώσε μου εσύ λεφτά και ξέρω τί να τα κάμω.

Τώρα, μεταξύ μας, μου δώσεις - δε μου δώσεις σκοτίστηκα:
μπάρμπα εσύ χάνεις!



ντολτσε βιτα

                                                                 ( μνήμη Αρτύρ Κραβάν )

Βιολί
Μπουνιές
Παχυδερμία.
Μου, ξου, φου
(και ρου βεβαίως, αμέ, αλλά).
Η γκόμενα:
ποιήτρια, ανυπερθέτως.
Τα γαλλικά:
φαρσί.

Κραβάν -
Γκαν-γκάν.



στο σουπερ μαρκετ


Πόσο ψεύτικη που είναι η λάμψη των σούπερ μάρκετ!
Τί λίγη, αν την συγκρίνεις με τα παλιά λούνα-παρκ!
Δεν έχουν άδικο όσοι λένε ότι πάμε από το κακό στο χειρότερο...
Εξαίρεση: τα κορίτσια στ’ αλλαντικά. Όπως κόβουν το σαλάμι είναι
λες και σου οπλίζουν το φλόμπερ στο παλιό σκοπευτήριο
Ίδιες οι κόρες που ζωγράφιζε ο Γιώργος ο Σικελιώτης!
Αλλ’ οι κάμερες ασφαλείας – ξενέρωμα:
Ουδεμία σχέση με τους παλιούς καλούς καχύποπτους μπασκίνες των λούνα-παρκ.



χρυση ευκαιρια


Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης ανταλλάσσεται με φυσαρμόνικα
(κατά προτίμησιν ελαφρώς μεταχειρισμένη).



ornithology


Δεν μ’ ενδιαφέρει η ευτυχία.
Άμα μυρίζομαι ευτυχία το στρίβω αλά γαλλικά.
Προορισμός μας στη ζωή είν’ η ελευθερία,
όχι η ευτυχία.
Τα κλουβιά κι’ οι ανέσεις τους δεν είναι για μας
τους κορυδαλλούς.

Επ’ ευκαιρία:
Φυλακές Κορυδαλλού –
Πού ακούστηκε; Αν είναι δυνατόν!
Κάτω οι φυλακές!
(Ή ας αλλάξει όνομα η συνοικία τώρα…)

Τα καναρίνια:
Καλές φωνές… Ωραία τραγουδάκια, έντεχνα…
Εμένα όμως δεν με συγκινούν.
Κανναβούρι κι’ ευτυχία –
άσ’ το καλύτερα.
Καλά λέει ο Μαγιακόφσκι:
Στραγγαλίστε όλα τα καναρίνια!



με τα χερια στις τσεπες, ξανα

- ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ. -

Παραείμαι ίσως αψύς ως χαρακτήρας.
Η κουστουμιά του ποιητή
απάνω μου – σκέτη παραφωνία.
Καλά τα λέει ο Κρεμμύδας
στο προ-προτελευταίο τεύχος του «Μανδραγόρα».
Τους στίχους μου σκορπάω εδώ κι’ εκεί, στα καπηλειά
στον άνεμο
σ’ επιθεωρήσεις τέχνης
Κι’ ούτε που με νοιάζει κιόλας.
Είμαι ευχαριστημένος.
Απόψε φουμάρω μια καβαλίνα τρυφερή, ωραιότατη
κι’ απολαμβάνω αλύπητα το ηλιοβασίλεμα.
Μά την παναγία,
αυτή τη γη των προλετάριων πολύ την αγάπησα!
Εδώ λέω ν’ αφίσω τ’ αλήτικα κόκαλά μου!



χ α ι ρ ε τ ε !


Ο ποιητής είναι ένας κλέφτης ένας μαχαιροβγάλτης ένας παλιάνθρωπος
( Ή μας πέρασες μήπως για φιόγκους υπουργούς; )
Ψυχούλα όμως. Αγαπάει τα γατιά και τα άνθη. Σκίζεται για τους φίλους. Γύρεψέ του ό,τι θες και το έχεις. Τσιγάρο δεν ανάβει χωρίς να προσφέρει στην ομήγυρη πρώτα. Και το τελευταίο το τσιγάρο του το μοιράζεται ευχαρίστως.
Λιγάκι παλαιών αρχών, σύμφωνοι, αλλά έτσι είμεθα εμείς οι κακοποιοί συνήθως.
Με γυναίκα να βγει και να πληρώσει η γυναίκα αποκλείεται. Αυτό ξεχάστε το, ξέχασέ το. Εξόν κι’ είναι άφραγκος εντελώς, διότι συμβαίνουν και αυτά.







Σκίτσο του Γίρζι Γίρασεκ                         




Σημειώσεις:
Τα περισσότερα ή τελοσπάντων αρκετά από τα πάρα πάνω ποιήματα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο καλό περιοδικό Φαρφουλάς, στο τεύχος το αφιερωμένο στην Αλητεία.
Επίσης ο Λαλιώτης τα έχει κάνει ψηφιακό βιβλιαράκι, μαζί με άλλα ποιήματα, με τίτλο "Κούκου Νιάου", εκδ.Ενδυμίων.
Μου, ξου, φου κ.τ.λ. θα πει: μάσες ξάπλες φούμες κλπ. κλπ.
Το σκιτσάκι το τσιμπήσαμε (πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας) από το εξώφυλλο του βιβλίου "Η δύναμη της άνοιξης", εκδ.Στιγμή.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου