Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

ΞΕΝΥΧΤΙ


  

( Διάφορες ιστορίες και σχόλια / ξενυχτώντας τον γέρο μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης )



1.


ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ απ’ το χωριό:
Έλεγε ο «Γιατρός» – ποτέ δεν έμαθα αν ήταν πράγματι γιατρός ο ήρωας αυτής της ιστορίας που διηγιόντουσαν είτ’ ο γέρος μου είτ’ ο μπάρμπας μου, για να γελάμε αλλά και να μαθαίνουμε…
Άμα πεθάνω, έλεγε, μη με θάψετε· μόνο ρίχτε με στ’ αλώνι.
– Μα… θα σε φαν τα σκυλιά Γιατρέ.
– Ε, τότες βάλτε μου και μια μαγκούρα στο χέρι να τα διώχνω!


ΕΓΩ, ΣΑΣ ΤΟ ΛΕΩ, σας το λέω, σα νιώσω πως κοντοζυγώνει το τέλος, παίρνω τα μάτια μου κι’ αποσύρομαι σ’ ένα νεκροταφείο ελεφάντων.
Κι’ ο Νικόλας αυτό θα κάνει, άλλο παχύδερμο κι’ αυτός. Σουρρεαλιστής! Έχει μεταφράσει και Κραβάν.
Κι’ η Σοφία, (μετά από εμάς αυτή) να την βάλουμε λέει σε μια ξύλινη σχεδία λέει και να την λαμπαδιάσουμε λέει και να την αμολήσουμε στο πέλαγο.


ΕΙΠΑ ΜΑΓΚΟΥΡΑ και θυμήθηκα –
μέσα δεκ. ’80 δικάζονταν ο φίλος μου ο Αντώνης κι’ άλλοι 3-4, μεταξύ των οποίων κι’ ο Φελέκης. Ως μάρτυρας υπεράσπισης του Φελέκη εμφανίζεται ο Άσιμος, με μια μαγκούρα στο χέρι.
Ο Πρόεδρος, του λέει να ορκιστεί.
– Ορκίζομαι, στον λόγο της τιμής μου.
– Παρακαλώ, το χέρι στο ευαγγέλιο κι’ επαναλάβατε…
– Είμαι άθεος κύριε Πρόεδρε, αντί για χέρι μπορώ να ακουμπήσω στο ευαγγέλιο την μαγκούρα;


ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ όλους για τα συλλυπητήρια για τον πατέρα μου, τα σχόλια, τα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα, τις επισκέψεις.
Να είστε καλά, ζωή σε όλους μας.

– Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ελένη και τον παπά Αντρέα. –

Οφείλω να πω πως είμαι εξοργισμένος με την γραφειοκρατία των δημοτικών κοιμητηρίων (της Αττικής τουλάχιστον), τους χοντροπαπάδες, των νεκροταφείων τουλάχιστον διότι με άλλους δεν έχω πολλά πάρε-δώσε – τους έχω, των ανωτέρω, πολλά μαζεμένα από την κηδεία της μάνας μου προ εξαμήνου – τέλος πάντων, χρονιάρες μέρες, κάνω κράτει·
αλλά επίσης εξοργισμένος και με τα νεκρικά μας ήθη κι’ έθιμα εν γένει στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις…
Αυτή την ώρα, μιας κι’ ο γέρος είν’ ακόμα άταφος, κανονικά θα έπρεπε να τον ξενυχτάμε, πίνοντας καφέδες κι’ ό,τι εν πάση περιπτώσει βρίσκεται στην κάβα, κλαίγοντας και γελώντας,
(γέρος ήταν άλλωστε ο μακαρίτης…)
θα έπρεπε να είχαμε ανάψει ένα κερί πλάϊ του
και να έχουμε σκεπάσει με σεντόνια τους καθρέφτες –
καθότι οι καθρέφτες είναι πέρασμα απ’ την ζωή στον θάνατο, ως γνωστόν.
(Κι αντιστρόφως φυσικά).


Στιγμιότυπο από τη "Διαθήκη του Ορφέα" του Κοκτώ

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ.
Το τελευταίο αυτό με τους καθρέφτες το αναφέρει κι’ ο Ζαν Κοκτώ στον «Ορφέα» του. Στην ταινία, ο θάνατος παρουσιάζεται ως γυναίκα, αλλά η ταινία είναι γαλλική και στα γαλλικά, φυσικά, στο Παρίσι, ο θάνατος είναι γένους θηλυκού.
Λα μορ – La mort.
Λ’ αμούρ είναι ο έρωτας, μην τα μπερδεύουμε...
Η θάνατος – έχει γράψει κάτι κι’ η Κατερίνα η Ζησάκη επ’ αυτού κάτι, αλλά δεν το έχω πρόχειρο –
η θάνατος λοιπόν είναι, επιτρέψτε μου, κόμματος, θεογκόμενα,
ντυμένη στα μαύρα
σαν τις υπαρξίστριες της αριστερής όχθης του Σηκουάνα,
σ’ επισκέπτεται στο καμαράκι σου
χωρίς να την περιμένεις, σου παίρνει το τσιγάρο απ’ το στόμα, ρουφάει μια,
σου φυσάει τον καπνό στα μούτρα, μετά σε φιλάει,
κάνετε έρωτα,
τελειώνεις και μετά
σε παίρνει ο ύπνος
γλυκά
σα να σε παίρνει ο ύπνος κάτω από ’να τραπέζι
δεν θες να ξυπνήσεις ποτέ
π ο τ έ !


Το ωραίο γενικά στον έρωτα είναι το μετά, όχι το πριν, όχι η κατάκτηση και όλα αυτά τα ξενέρωτα – τα τσοπαναρέϊκα, τα μιλιταριστικά...




ΛΟΙΠΟΝ, ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ θα έπρεπε κανονικά να ξενυχτάμε τον γέρο και να λέμε ιστορίες – τί διάολο κάνουμε στο φέϊσμπουκ;
Πού είναι το πτώμα;
Αλήθεια σας λέω, μου λείπει το πτώμα.
(Ποτέ δεν ένιωσα περισσότερο ανέμπνευστος).


ΥΓ. ΘΥΜΑΜΑΙ τότε που πρωτοσμίξαμε με την Μαριάνθη και βολτάραμε, μια Καθαρά Δευτέρα θαρρώ με ψιλόβροχο, η Πανεπιστημίου ήτανε σαν βουλεβάρτο παριζιάνικο κι’ οι τροχονόμοι στην Ομόνοια με τα φωσφοριζέ γιλέκα τους ίδιοι τάλε-κουάλε μπαλαρίνες του Μουλέν Ρουζ…
Αλήθεια, καμμιά σχέση με τα βόϊδια τους δικούς μας τροχονόμους.

– Ζήτω το Παρίσι! –



2.


Ο ΛΑΣΚΟΣ, ο γέρος μου.
Δεν κάπνιζε. Το δοκίμασε είπε μα δεν του άρεσε. Φρόντιζε ωστόσο να έχει πάντα ένα πακέτο στη τσέπη του, δεκαράκι, με δέκα τσιγάρα. – «Για  να προσφέρω στους φίλους», μου δικαιολογιόταν με μια αφοπλιστική αφέλεια την οποία εξέλαβα ως μάθημα ζωής.


«Για  να προσφέρω στους φίλους!»



Είναι αυτός με τα μουστάκια και την γραββάτα, στο κέντρο της φωτογραφίας.
Μας άφισε χτες βράδυ.

Σαν ήρθε στην Αθήνα, για να σπουδάσει, συγκατοικούσε με τον Μιχάλη Κουντούρη μετέπειτα δήμαρχο Βόλου. Νομίζω αυτός στ’ αριστερά του. Πήγαν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο, στην Κυψέλη. Τί δουλειά κάνετε; Είμαστε στην Νομική, λέει ο Κουντούρης στην σπιτονοικοκυρά. Όχι, όχι, δεν έχω δωμάτια ελεύθερα, τους κάνει εκείνη ταραγμένη.
Νόμιζε πως της είπαν ότι είναι αστυνομικοί! Η παρεξήγηση λύθηκε και το πιάσανε το δωμάτιο.



Χριστούγεννα ’16                










 (*) Πρώτες δημοσιεύσεις σε ηλεκτρονικές σελίδες δεν συνηθίζω να αναφέρω, για διάφορους λόγους, τα συγκεκριμένα πάντως κείμενα, ως επί το πλείστον σχόλια σε σχετική ανάρτηση στο facebook, τα επέλεξα, μάζεψα και δημοσίευσα όλα μαζί στην ηλεκτρονική εφημερίδα "Bibliothèque" http://www.bibliotheque.gr/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου